Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/54982/

Spartorama - Print | «Λουΐζα Ριανκούρ, Η Γαλλίδα που Αγάπησε την Ελλάδα», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Λουΐζα Ριανκούρ, Η Γαλλίδα που Αγάπησε την Ελλάδα», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Λουΐζα Ριανκούρ, Η Γαλλίδα που Αγάπησε την Ελλάδα», από τον Θεοφάνη Λάζαρη
«Όραμα της Λουΐζας Ριανκούρ ήταν να πραγματοποιηθεί η Μεγάλη Ιδέα. Να γίνει πάλι η Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της διευρυμένης Ελλάδας»
Οδός Εμπόρων

Πριν από αρκετά χρόνια έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό η οδός Λουΐζας Ριανκούρ από ένα τρομοκρατικό χτύπημα. Ποια ήταν όμως η Λουΐζα Ριανκούρ και ποια ήταν η δράση της ώστε να δοθεί το όνομα της σε δρόμο της Αθήνας;

Η Λουΐζα Ριανκούρ γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1846 στη Γαλλία. Ήταν γόνος γνωστής οικογένειας που έφερε το επίθετο Pollin. Την βάπτισαν με δύο ονόματα Καρολίνα - Λουίζα, συνήθεια γνωστή για την εποχή σε γόνους αριστοκρατικών οικογενειών. Η ανατροφή της ήταν σκληρή και συντηρητική.

Καθοριστικό ρόλο στην αγάπη της για την Ελλάδα έπαιξε ο Γάλλος συγγραφέας Cateaubriand με το έργο του "Itineraire de Paris a Jerusalem", ο οποίος μιλούσε πάντα με φλογερά λόγια για την Ελλάδα. Η φοίτηση της στο εκπαιδευτήριο Sacre-Coeur της έδωσε την ευκαιρία να διδαχθεί βυζαντινή ιστορία. Στα νεανικά της χρόνια ένιωθε την αγάπη της για την Ελλάδα να μεγαλώνει διαρκώς παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας της. Το έτος 1872 αποφασίζει να μάθει ελληνικά, αγοράζοντας και μελετώντας τα βιβλία του Άγγελου Βλάχου. Με υπομονή και επιμονή τα κατάφερε εμπλουτίζοντας συνεχώς το λεξιλόγιο της.

Στις 18 Οκτωβρίου του 1876 γίνεται σύζυγος του μαρκησίου Anne-Honore-Olivier de Riencourt. Ο σύζυγος της ήταν άνθρωπος με σημαντική οικονομική επιφάνεια κι έντονη φιλανθρωπική δράση. Την ευτυχία για τον ερχομό της κόρης της που την ονόμασαν Marie-Henriette το 1877 διαδέχθηκε η θλίψη για το θάνατο της δύο χρόνια αργότερα. Το 1879 αποκτά το γιο της τον οποίο ονόμασαν Olivier - Joseph - Marie - Raoul αποκαλώντας τον Ραούλ.

Οικογένεια με φιλικές διαθέσεις ως προς τη βασιλεία, γνωρίζουν με το σύζυγο της απογοήτευση με τον τερματισμό της στην πολιτική πραγματικότητα της Γαλλίας. Ταυτόχρονα όμως η γνωριμία τους με τον πολιτικό Στέφανο Δραγούμη και το Δημήτριο Βικέλα (δημιούργημα του ήταν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή της οποίας ήταν πρώτος πρόεδρος) πυροδοτεί τον ενθουσιασμό της για την πατρίδα μας. Η σήψη της γαλλικής κοινωνίας στα μέσα της δεκαετίας του 1890 οδηγεί την οικογένεια Ριανκούρ στην απόφαση να μετοικήσουν στην Ελλάδα. Ο θάνατος του συζύγου της το 1899 βυθίζει στη θλίψη τη Λουΐζα Ριανκούρ χωρίς όμως να ανατρέπει το σχεδιασμό για εγκατάσταση στη νέα πατρίδα.

Ενισχύοντας τις επαφές με τις οικογένειες Βικέλα και Δραγούμη κάνει μαζί με το γιο της ένα αναγνωριστικό ταξίδι στην Ελλάδα το 1899. Το ταξίδι αυτό επιβεβαίωσε την επιθυμία της για οριστική εγκατάσταση ένα χρόνο αργότερα. Η κατάταξη του Ραούλ στον ελληνικό στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του αποτέλεσε ένα ακόμη συνδετικό κρίκο με τη χώρα μας. Ο Ραούλ γράφεται στο δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων στις 10 Ιουλίου 1901 και η ίδια στις 2 Δεκεμβρίου 1902.

Όραμα της Λουΐζας Ριανκούρ ήταν να πραγματοποιηθεί η Μεγάλη Ιδέα. Να γίνει πάλι η Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της διευρυμένης Ελλάδας. Έχοντας μεγάλη οικονομική άνεση άρχισε να διαθέτει τα χρήματα της σε κοινωφελείς σκοπούς κι εθνικές δράσεις.

Ενίσχυσε αρχικά (μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες) τους παλιννοστούντες Έλληνες του Καυκάσου που γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1898 είδαν τις υποσχέσεις που δόθηκαν από την ελληνική πολιτεία για μια καλύτερη ζωή να γίνονται εμπαιγμός. Τον Ιούνιο του 1902 αγοράζει οικόπεδο και το προσφέρει στο  Ίδρυμα «Ελληνικαί Βασιλικαί Σχολαί Χειροτεχνημάτων» το οποίο εκπροσωπούσε η Όλγα Έγερτον. Λίγο πριν στα τέλη του 1901 εκλέγεται μέλος του διοικητικού συμβουλίου του «Ασύλου Ανιάτων» το οποίο ενισχύει οικονομικά με συνεχείς συνεισφορές. Το 1901 επίσης η ίδρυση της «Εταιρείας υπέρ των Πατρίων Αμύνης» που σκοπό είχε την κατήχηση του ελληνικού λαού στα πραγματικά συμφέροντα του έθνους δεν την αφήνει αδιάφορη δίνοντας σε επτά χρόνια σημαντικό ποσό χρημάτων (11.778 δραχμές). Το 1912 ιδρύει το φιλανθρωπικό σωματείο «Αγία Ελένη». Πρόεδρος του σωματείου ήταν ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Μηνόπουλος με την ίδια να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου αναλαμβάνοντας ουσιαστικά τη διοίκηση του σωματείου. Το 1927 κάνει δωρεά 15.000 δραχμών στο θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός» για να ιδρυθεί οδοντιατρείο.

Το γεγονός που έδωσε μεγάλη ώθηση στον οραματισμό της για την Μεγάλη Ιδέα ήταν η αρχή του Μακεδονικού Αγώνα. Άλλωστε όπως η ίδια έλεγε ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη περνά από τη Μακεδονία. Η γνωριμία της με την οικογένεια Δραγούμη της έδωσε τη δυνατότητα να παρακολουθεί από κοντά όλες τις προσπάθειες ενίσχυσης των Ελλήνων της Μακεδονίας, τις οποίες χρηματοδοτούσε κάνοντας σκοπό της ζωής της την απελευθέρωση της. Ο αγώνας του Παύλου Μελά είχε την οικονομική υποστήριξη της, χωρίς ποτέ να θελήσει να μάθει την τελική χρήση των χρημάτων που ίδια διέθετε. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Παύλο Μελά και στους υπόλοιπους Μακεδονομάχους αν κι αυτοί φρόντιζαν να την ενημερώνουν με κάθε λεπτομέρεια για τις κινήσεις τους. Το ίδιο διάστημα είχε ενεργό παρουσία και στην περίθαλψη του άμαχου πληθυσμού της Μακεδονίας που γίνονταν σε κτήρια των Αμπελοκήπων.

Το 1905 ενισχύει οικονομικά τη σκήτη των Καυσοκαλυβίων στο Άγιο Όρος με 1.000 δραχμές ενώ παράλληλα μέσω της εκκλησίας ενισχύει τα μικρά παιδιά της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου. Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά συνδράμει οικονομικά την οικογένεια, εξασφαλίζοντας ιδιόκτητη κατοικία ενώ παράλληλα φρόντισε να φιλοτεχνηθεί το πορτραίτο του ήρωα το οποίο δώρισε στη σύζυγο του Ναταλία Μελά. Η δράση της συνεχίζεται με την παροχή ισόβιας σύνταξης στην αδελφή του φονευθέντος Μακεδονομάχου Χρήστου Πραντούνα προκειμένου να γλιτώσει από την οικονομική ανέχεια.

Στην πολύπλευρη δράση της πρέπει να σημειωθεί και η αγορά σπάνιας συλλογής βυζαντινών νομισμάτων προκειμένου να εμπλουτίσουν τα εκθέματα του Νομισματικού Μουσείου. Η συλλογή κάλυπτε περίοδο από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως τον Ιωάννη Β’ Κομνηνό τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας δηλαδή από τις αρχές του τέταρτου έως τα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα. Η αγορά έγινε από τη γυναίκα του Τρογιάνσκι, του Ρώσου πρόξενου στην Ελλάδα που μετά το θάνατο του δεν ήθελε να κρατήσει τη συλλογή για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά της προβλήματα. Η Λουΐζα Ριανκούρ ανταποκρίθηκε άμεσα στην επιστολή που της έστειλε ο διαπρεπής νομισματολόγος και διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου Ιωάννης Σβορώνος αγοράζοντας τη συλλογή αντί 6.000 γαλλικών φράγκων. Μέσα από την προσωπική αλληλογραφία με τον Έλληνα Αρχιεπίσκοπο του Δυρραχίου μπόρεσε να στηρίξει οικονομικά τα σχολεία και τους δασκάλους της περιοχής αυτής. Στη δύσκολη θέση στην οποία περιήλθε η Ελλάδα μετά τη χρεοκοπία του 1932 ακολουθώντας τις υποδείξεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας της εποχής εκείνης, αγόρασε( με το χρυσό που είχε στην κατοχή της) ξένο συνάλλαγμα και το μετέτρεψε σε υποτιμημένες δραχμές  ενισχύοντας τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό.

Η Ριανκούρ στην προσωπική της ζωή ήταν ιδιαίτερα κοινωνική. Γνώριζε όλη την υψηλή κοινωνία της εποχής. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η πορεία της ζωής της ήταν παράλληλη με την πορεία του κοινωνικού γίγνεσθαι της Αθήνας. Πολιτικοί, άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος ήταν αυτοί που αποτελούσαν κατά κύριο λόγο τον κύκλο των γνωριμιών της. Μελανό σημείο της ζωής της ήταν η οριστική ρήξη που επήλθε στις σχέσεις της με το γιο της, εξαιτίας της διαφωνίας της για τις επιλογές της προσωπικής του ζωής.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1941 άφησε την τελευταία της πνοή χτυπημένη από γριπώδη πνευμονία. Στην διαθήκη της είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στην Κωνσταντινούπολη κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ήταν μια επιθυμία που δεν ήταν δυνατό να γίνει πράξη την εποχή εκείνη. Η ταφή της έγινε στο πρώτο νεκροταφείο. Στην διαθήκη της, με τις όποιες διορθώσεις έκανε, φρόντισε εκτός απ’ το γιο της ν’ αφήσει χρήματα για το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο του οποίου την πολιτική δράση εκτιμούσε, για το «Άσυλον Ανιάτων» και για ανθρώπους που τη στήριξαν στην πορεία της ζωής της. Παρ’ όλα αυτά η άσχημη κατάσταση της υγείας της τα τελευταία χρόνια της ζωής της, έδωσε την ευκαιρία στο γιο της Ραούλ να την αναγκάσει να την διαφοροποιήσει με σκοπό να περιέλθει σ’ αυτόν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της.

Η πορεία της ζωής της Λουΐζας Ριανκούρ γίνεται φανερό από τα παραπάνω πως ήταν μια πορεία πολύ μεγάλης κοινωνικής κι εθνικής προσφοράς. Αγάπησε την Ελλάδα κι ένιωσε μέσα της πως η αγάπη αυτή δεν την πρόδωσε ποτέ όπως η ίδια έλεγε. Πέθανε με την ευχή η πατρίδα μας να μεγαλώσει και να δοξαστεί και να γίνει οικονομικά αυτάρκης χωρίς να έχει την ανάγκη οικονομικής στήριξης για την επιβίωση της. Γεννήθηκε στη Γαλλία, έζησε, πρόσφερε και πέθανε στον τόπο που αγάπησε, την Ελλάδα μας.

 

Θεοφάνης Λάζαρης

 

Πηγή: «…Πεθαίνουμε εκεί που αγαπάμε!» Η Βιογραφία της Λουΐζας Ριανκούρ, Βασισμένη στο ερευνητικό έργο του Νίκου Νικολαΐδη, εκδόσεις «ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ»