Ο πρώτος πεσών, Γιάνναρης Ευάγγελος, από το Γεωργίτσι Λακωνίας
Με την κήρυξη
του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 και το ιστορικό ΟΧΙ οι Έλληνες στρατεύσιμοι
κι έφεδροι στελέχωσαν τις τάξεις του στρατού μας μαχόμενοι υπέρ βωμών και
εστιών. Στην ξηρά, στη θάλασσα και στον αέρα με θάρρος και τόλμη καταφέραμε για
μια ακόμη φορά ν’ αποδείξουμε ότι ενωμένοι μπορούμε να καταφέρουμε το
ακατόρθωτο. Ο τορπιλισμός της «ΕΛΛΗΣ» στην Τήνο την 15η Αυγούστου 1940
ήταν το πιο μεγάλο προμήνυμα του πολέμου. Τα μονοπάτια της ιστορίας τιμώντας
τον ηρωικό αγώνα των προγόνων μας θ’ αναδείξουν τη συμμετοχή της πολεμικής
αεροπορίας φέρνοντας στο φως και κάποια άγνωστα στοιχεία της εποχής εκείνης. Η πολιτική και
στρατιωτική ηγεσία της εποχής (Μεταξάς-Παπάγος) είχαν τη διορατικότητα να
εκτιμήσουν σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις, και να προετοιμάσουν όσο καλύτερα
μπορούσαν την πατρίδα για τον πόλεμο που ακολούθησε. Η Ελλάδα ήταν
απ’ τους πρώτους χρήστες του αεροπλάνου ως πολεμικού μέσου σε παγκόσμιο επίπεδο
με την πρώτη πολεμική αεροπορική αποστολή να εκτελείται από τον Υπολοχαγό
Καμπέρο τον Οκτώβριο του 1912. Μέχρι το 1925 η οικονομική στενότητα στερούσε
απ’ την ελληνική πολεμική αεροπορία πολύτιμο υλικό. Από το 1925 κι ύστερα έγινε
προσπάθεια αναστροφής της κατάστασης αναζητώντας οικονομικούς πόρους για αγορά
αεροπλάνων. Μεταξύ των ετών 1935-1937 έγινε έρανος για το σκοπό αυτό ο οποίος
είχε αρκετή επιτυχία συγκεντρώνοντας μεγάλα ποσά αλλά και 4 αεροσκάφη από
δωρεές. Ακολουθήθηκε παράλληλα το γαλλικό σύστημα εκπαίδευσης αφού η Γαλλία
ήταν ο βασικός προμηθευτής της Ελλάδας σε πολεμικά αεροσκάφη. Αποτέλεσμα της
αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος για την ενδυνάμωση σε υλικό και αναδιοργάνωσης
του μοντέλου διοίκησης της πολεμικής αεροπορίας ήταν η ίδρυση το Δεκέμβριο του
1929 του Υπουργείου Αεροπορίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ένθερμο υποστηρικτή
της ιδέας του αεροπορικού όπλου. Από το 1930 άρχισε ουσιαστικά η οργάνωση της
πολεμικής αεροπορίας ως τρίτου κλάδου των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Το
αεροπορικό δυναμικό οργανώθηκε επιχειρησιακά και σύμφωνα με το γενικό σχέδιο
επιστράτευσης. Την περίοδο του πολέμου Υπουργός ήταν ο Πέτρος Οικονομάκος ενώ
κατόπιν ανέλαβε ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής. Αρχηγός ΓΕΑ διετέλεσε ο
Υποπτέραρχος Τσαρπαλής Βασίλειος, ενώ οι Σμήναρχοι Τήλιος Στέργιος και
Μοσχοβίνος Χρήστος είχαν την αρχηγεία της ΑΔΑΣ (Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας
Στρατού) και ΑΔΑΝ (Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας Ναυτικού) αντίστοιχα. Με την έναρξη του πολέμου η Ελληνική
Βασιλική Αεροπορία (ΕΒΑ) διέθετε τα παρακάτω αεροσκάφη.52 Αεροσκάφη Διώξεως, 35
Αεροσκάφη Βομβαρδισμού, 51 Αεροσκάφη Στρατιωτικής Συνεργασίας, 36 Αεροσκάφη
Ναυτικής Συνεργασίας, 42 Εκπαιδευτικά Αεροσκάφη και 7 Μεταγωγικά. Κατά τη
διάρκεια των επιχειρήσεων η ΕΒΑ κατάφερε ν’ αποκτήσει άλλα 32 αξιόμαχα
αεροσκάφη. Η αεράμυνα της
χώρας οργανώθηκε σε δύο τομείς: Δημιουργήθηκε επίσης δίκτυο επιτήρησης αέρος υπό την
Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας Αέρος που σκοπό είχε τον έγκαιρο εντοπισμό εχθρικών
αεροσκαφών με έγκαιρη προειδοποίηση και μετάδοση συναγερμού. Το δίκτυο
περιελάμβανε 11 Κέντρα Συναγερμού, 101 Κέντρα Πληροφοριών και 595 Σταθμούς
Επιτηρήσεως. Το αντιαεροπορικό πυροβολικό παρά τη μικρή συνολική δύναμη του
έγινε υπεύθυνο για πολλές από τις καταρρίψεις ιταλικών αεροσκαφών. Καθοριστική
για την διαθεσιμότητα αεροσκαφών της ΕΒΑ ήταν η λειτουργία του Κρατικού
Εργοστασίου Αεροπλάνων (ΚΕΑ). Είναι ελάχιστα γνωστό ότι προπολεμικά η Ελλάδα
κατασκεύαζε αεροπλάνα. Κύριος ρόλος του ΚΕΑ ήταν η συναρμολόγηση αεροπλάνων, η
επισκευή τηλεπικοινωνιακού υλικού και κατασκευή βομβών . Μία από τις
μεγαλύτερες δυσκολίες ήταν οι ελλείψεις σε μέσα και το δυσαναπλήρωτο κενό των
πληρωμάτων που έχασαν τη ζωή τους την ώρα του καθήκοντος. Από τα παραπάνω
γίνεται αντιληπτό ότι στην ΕΒΑ υπήρχε πανσπερμία τύπων αεροσκαφών ακόμα και για αεροπλάνα
που προορίζονταν για τις ίδιες
αποστολές. Το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν η εξεύρεση ικανών αεροσκαφών σε πλήθος
κι επιδόσεις καθώς και η εξεύρεση ανταλλακτικών με δεδομένη την κατάληψη χωρών
που κατασκεύαζαν αεροσκάφη απ’ τους Γερμανούς πριν τη κήρυξη του πολέμου της
Ιταλίας στην Ελλάδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια απόκτησης 30 αεροσκαφών διώξεως τύπου F-4F-3A
Wildcat από τις ΗΠΑ, οι οποίες ναυάγησαν την κρίσιμη στιγμή. Σύμφωνα με τα
υπάρχοντα στοιχεία τα αεροσκάφη φέρονται να δεσμεύονται στη Μεσόγειο από τους
Βρετανούς κατά τη μεταφορά τους προς την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941. Η Ιταλική
Αεροπορία από την άλλη πλευρά ήταν εκείνη την εποχή μια σπουδαία αεροπορική
δύναμη λόγω παράδοσης στην εξέλιξη και χρήση αεροπλάνων. Η RA (Ιταλική Βασιλική
Πολεμική Αεροπορία) ιδρύθηκε το 1923 ως ανεξάρτητος κλάδος των Ιταλικών Ενόπλων
Δυνάμεων. Το 1925 ιδρύεται το Υπουργείο Αεροπορίας. Οι Ιταλοί πρωτοστατούν σε σχεδίαση, αεραθλητικές δραστηριότητες και κατείχαν πολλά αεροπορικά ρεκόρ. Οι
κατασκευαστές (FIAT, SAVOIA, MARCHETTI, MACCHI) υιοθέτησαν σχεδιάσεις που
διακρίθηκαν για την ταχύτητα τους. Πρωτεργάτης σε αξεπέραστα δόγματα
αεροπορικών επιχειρήσεων από το 1927
ήταν ο Τζούλιο Ντουέ. Η θεωρία χρήσης πολεμικών αεροσκαφών της Βρετανίας και
των ΗΠΑ βασίστηκε στον Ιταλό Πτέραρχο Ίταλο Μπάλμπο που εισήγαγε την ιδέα
κλειστών πολυάριθμων σχηματισμών βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας παίρνοντας τη
σκυτάλη από τον συμπατριώτη του Ντουέ. Το 1940 η
Ιταλική Πολεμική Αεροπορία βρισκόταν στην ακμή της. Είχε σημαντική βιομηχανική
υποδομή με τεχνολογία αιχμής με σχετικά άφθαρτες δυνάμεις, αφού μέχρι τότε δεν
είχε έντονη συμμετοχή σε ευρείας κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις. Η παρουσία
της Ιταλίας στην Αλβανία από το 1938 είχε εξασφαλίσει τις απαραίτητες υποδομές
και οι Ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν πραγματοποιήσει την αναγκαία προσαρμογή
τους στο έδαφος της Αλβανίας. Σημαντική παράμετρος ήταν επίσης η ύπαρξη
εγκαταστάσεων που εξασφάλιζαν τις απαραίτητες ευκολίες για αναπλήρωση
απωλειών σε ποσοστό που άγγιζε το
100.Τα ιταλικά αεροπλάνα συγκρινόμενα με αντίστοιχες σχεδιάσεις της εποχής
διακρίνονταν για την ευελιξία και την
ταχύτητα τους. Στον αντίποδα ως μειονέκτημα θα μπορούσε ν’ αναφερθεί το γεγονός
ότι ήταν ελαφρά οπλισμένα και με κινητήρες μικρής ισχύος. Γεγονός είναι όμως
ότι η ισχύς και η ποιότητα της RA κατά την εκστρατεία στην Ελλάδα ήταν πέρα από
κάθε σύγκριση σε σχέση με το δυναμικό της ΕΒΑ. Κατά την έναρξη των επιχειρήσεων
και μετά τις πρώτες ενισχύσεις
αναπτύχθηκαν στην Αλβανία 381 ιταλικά αεροσκάφη, έναντι μόλις 158
αξιόμαχων ελληνικών, ενώ σημαντική δύναμη 82 αεροσκαφών είχε ως βάση τα
Δωδεκάνησα. Την ισχυρή
αυτή πολεμική αεροπορική δύναμη είχαν απέναντι τους τα πληρώματα των ελληνικών
αεροσκαφών που έδωσαν το δικό τους ηρωικό αγώνα
γράφοντας με τις πτήσεις τους στους αιθέρες το δικό τους ΟΧΙ. Θα ακολουθήσει το 2ο μέρος Θεοφάνης Λάζαρης Πηγή: Περιοδικό Αεροπορίας «Ελληνικά Φτερά», Η Ελληνική Αεροπορία
στον Πόλεμο του 1940-41, Έτος 1ο, Τεύχος Νο 1, Άνοιξη 2007