Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/5247/

Spartorama - Print | 4 Αυγούστου 1991: Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανηφορίζει για τελευταία φορά τον Ταΰγετο

4 Αυγούστου 1991: Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανηφορίζει για τελευταία φορά τον Ταΰγετο - video

4 Αυγούστου 1991: Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανηφορίζει για τελευταία φορά τον Ταΰγετο
«...Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος, όσο να γεννηθούνε τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!»
Οδός Εμπόρων

Μονόλογος

 

Η καρδιά μου φορτώθηκε κόσμους και κόσμους

και βάσταξε. Δάκρυα και δάκρυα

και βάσταξε. Κατακλυσμούς από φως

ουράνιο και βάσταξε. Ανασήκωσε τη σημαία

της ειρήνης ψηλά, σε κοντάρι πανύψηλο,

πάνω από τα πάθη, και βάσταξε.

Απ’ τη μια καταιγίδες ομορφιάς

κι απ’ την άλλη σκότους, και βάσταξε.

Κ’ είπα: Κύριε ήλιε, πως σου φάνηκε ο δούλος σου;

Αν σου εφάνη καλός, κόψε απ’ τη λάμψη σου

το χρυσό  σάβανό μου και ντύσε με

ζωντανό, γιατί δε θα πεθάνω.


Νικηφόρος Βρεττάκος



Η σειρά «Προσώπων Τόποι» της ΕΡΤ, παρακολουθεί τον ποιητικό λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου και τα φυσιολατρικά σύμβολα της ποίησής του, με κυρίαρχο το βουνό του Ταΰγετου με το οποίο ο ποιητής συνδέεται ιδιαίτερα.

Τονίζεται επίσης η εναργής σχέση του με τον γενέθλιο τόπο του, την Πλούμιτσα Λακωνίας, από όπου προέρχονται τα παιδικά του βιώματα και οι εικόνες που διατρέχουν τις ποιητικές του συλλογές.

Η φιλόλογος και διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργία Κακούρου-Χρόνη αναλύει την έννοια της εντοπιότητας στο ποιητικό έργο του Ν. Βρεττάκου, το σημαντικό ρόλο της φύσης στην αισθητική αγωγή του ποιητή, τις συμβολικές προεκτάσεις του Ταΰγετου και τη λειτουργία του ως αισθητικού και ηθικού δείκτη για τον ποιητικό του προσανατολισμό.

Ο φιλόλογος και θεολόγος Παναγιώτης Βρεττάκος εξετάζει τη θρησκευτικότητα στην ποίηση του Βρεττάκου, τις μορφές με τις οποίες συναντάται και τη σχέση της με τις έννοιες του χριστιανισμού. Γίνεται επίσης αναφορά στις ουμανιστικές αξίες που συνδέονται με το ποιητικό του όραμα, όπως την ελευθερία, τον άνθρωπο και την αγάπη.

Τέλος, για την ποίηση του Ν. Βρεττάκου μιλάει ο φίλος του φιλέλληνας Γάλλος διανοούμενος Ροζέ Μιλλιέξ και μεταξύ άλλων αφηγείται την ανάβαση που έκαναν μαζί σε κορυφή του Ταΰγετου περιγράφοντας τη βιωματική σχέση του ποιητή με το βουνό.

Κατά τη διάρκεια της εκπομπής ακούγεται η φωνή του ίδιου του Νικηφόρου Βρεττάκου να απαγγέλλει ποιήματά του.


Ανεπίδοτο γράμμα

(αποσπάσματα)

Ταΰγετος, 26 Ιουλίου


Αγάπη μου.

... Η ψυχή μου είναι τόσο τρυφερή για να κάθεται εδώ σιωπηλή,

μοναχή της, γιομάτη κουβέντες. Κοίταξα γύρω μου, μα όχι

δεν ήσουν.

Δεν ήσουν αγάπη μου. Αν ήσουνα πλάι μου

θα σού τάλεγα όλα. Μέσα στο αίμα μου,

ξέρεις, θα σούλεγα, ταξιδεύουν αστέρια.

Με γαλούχησε η νύχτα που απλώνεται πάνω μας.

Και συ θα με πίστευες. Μη μου τρέμεις,

θα σούλεγα. Μούμεινε το φεγγάρι, καρδούλα μου...


... Δε μου πήρανε τίποτα. Μούμεινε

της ψυχής μου η δροσιά.

Μη φοβάσαι καρδούλα μου.

Κ’ εσύ θα με πίστευες...


Τα κοτσύφια πετώντας, με ρωτάνε τι γίνεσαι,

και τι να τους πω! Έχω σκύψει το πρόσωπο

και σου γράφω, σου γράφω, σου γράφουμε όλα. Τα έλατα

μου ρίχνουν ψιθύρους να κλείσω το γράμμα σου.

Άραγε τι ώρα νάναι χωρίς εσένα;

Γιατί κι ο χρόνος φεύγει παράξενα δίχως εσένα.

Κι ο ήλιος φωτίζει παράξενα. Σε ποιόν να τον δώσω;

Περίσσεψε ο ήλιος, αγάπη μου, δίχως εσένα.

Σού γράφω, σού γράφουμε ατέλειωτα, βράδυασε

κι ακόμη σού γράφω...



Υ.Γ. Κατά τ’ άλλα, λησμόνησα να σού γράψω, καλή μου,

πως μούχτισε ο ήλιος μια φωλιά στην κορφή,

να λυτρώνω τη μοίρα μου κατάντικρυ στο άπειρο.

Είμαι τόσο καλά κ’ είναι όλα τόσο όμορφα,

τόσο αιώνια, που μούρχεται

να χαϊδέψω την πέτρα, να το ειπώ στο Θεό,

πως δεν έχω παράπονο. Δεν το λέω για κανέναν.

Κουβεντιάζουμε οι δυο μας μέσα στο άπειρο, αγάπη μου,

φως με φως.

Σε φιλώ.