Ο πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα και εμψυχωτής του Ποντιακού αντάρτικου
Γεννήθηκε στο
χωριό Στύψη της Λέσβου το 1866. Σε ηλικία δύο ετών πήγε με την οικογένεια του
στο Αδραμύττι της Μ. Ασίας όπου ο πατέρας του ασκούσε εμπορική δραστηριότητα. Ο
παππούς του βρέθηκε σύμφωνα με αφηγήσεις του προς τον ίδιο στην καταστροφή των Ψαρών
ενώ εξ’ όσων θυμάται πρέπει να υπήρξε
συμπολεμιστής του Κανάρη και του Μιαούλη. Γόνος
πολύτεκνης οικογένειας τελειώνει το ελληνικό σχολείο στο Αδραμύττι και στη
συνέχεια με προτροπή του φιλόμουσου μητροπολίτη Εφέσου Αγαθάγγελου ξεκίνησε το
1882 σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Οι σπουδές είχαν διάρκεια έξι ετών
και κατά τη διάρκεια τους είχε την ευκαιρία ν’ ακούσει επιφανείς καθηγητές
μεταξύ των οποίων ήταν και ο αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς διευθυντής της
Σχολής που τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Το 1888
τελειώνοντας τις σπουδές του χειροτονήθηκε διάκονος απ’ τον πατριάρχη Διονύσιο.
Παρ’ ότι ο πατριάρχης ήθελε να τον κρατήσει στο πατριαρχείο πράγμα που σήμαινε
ότι θα έμπαινε άμεσα στον ανώτερο κλήρο, με ενέργειες του Διευθυντή
της Σχολής Γρηγορά και αφού πρώτα ρωτήθηκε, ακολούθησε ευρωπαϊκές σπουδές πρώτα
στη Λειψία (Φιλοσοφική Σχολή) όπου άκουσε τον περίφημο Γερμανό φιλόσοφο Wundt.
Τον Ιανουάριο του 1891 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παράλληλα άκουσε
θεολογικά μαθήματα απ’ τον περίφημο Luthard.Το δεύτερο εξάμηνο πήγε στη Βόννη
όπου άκουσε εκκλησιαστική ιστορία. Εκεί έκανε συγκριτική μελέτη αξιολογώντας
όλα όσα άκουσε καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πιο μελετημένοι απ’ όλους
ήταν οι παλαιοκαθολικοί ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο ιστορικός Langen. Από τον
Σεπτέμβριο του 1891 έως το 1896 άσκησε καθήκοντα καθηγητή εκκλησιαστικής
ιστορίας στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά τη συνοδική απόφαση ο πατριάρχης
Άνθιμος ο Ζ’ του αναθέτει τη σύνταξη πατριαρχικής εγκυκλίου ως απάντηση στην
εγκύκλιο του Πάπα Λέοντος του ΙΓ’ που καλούσε τις ανατολικές εκκλησίες σε
ένωση. Η εγκύκλιος του Γερμανού Καραβαγγέλη γνωρίζει μεγάλη αναγνώριση
μεταφράζεται σε όλες τις ευρωπαϊκές και σλαβικές γλώσσες και γεμίζει με πίκρα
τους επιστημονικούς κύκλους του Βατικανού. Μετά από αυτό δημοσιεύει
επιστημονική πραγματεία που αναιρούσε ιστορικώς όλες τις πλάνες της Ρωμαϊκής
εκκλησίας. Το 1895 δημοσιεύει σε ιδιαίτερο τόμο την ιστορία του Πάσχα και του
Πασχαλίου από την εποχή του Χριστού μέχρι τις ημέρες μας. Να σημειωθεί ότι
υπάρχει πλήθος από ανέκδοτες συγγραφές του ιδίου σχετικά με εγκυκλοπαίδεια της
Θεολογίας, εκκλησιαστική ρητορική κ.α. Το Φεβρουάριο του 1896 ψηφίσθηκε χωροεπίσκοπος
του Πέραν. Εκεί σε προπαγανδιστικά σχολεία φοιτούσαν ελληνόπαιδα που μάθαιναν
τη γαλλική γλώσσα. Δεν υπήρχε διδαχή ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, με
αποτέλεσμα τη δημιουργία χαρακτήρων αδιάφορων προς τα εθνικά ιδεώδη. Με
ενέργειες του Γερμανού Καραβαγγέλη μεταφέρθηκαν οι μαθητές σε ελληνικά σχολεία
με διδασκάλους της επιλογής του ιδίου, ενώ ταυτόχρονα ίδρυσε το ελληνογαλλικό
Παρθεναγωγείο του Πέραν που αργότερα ο λαός το μετονόμασε σε Παρθεναγωγείο του
Καραβαγγέλη. Το 1900 μετά το
θάνατο του μητροπολίτη Καστοριάς κι έπειτα από προτροπή του πρεσβευτή Νικόλαου
Μαυροκορδάτου γίνεται μητροπολίτης Καστοριάς σε συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες για
τον ελληνισμό της περιοχής. Απ’ το 1897 έχει εκδηλωθεί το Βουλγαρικό Κομιτάτο
κι από το 1900 γίνεται πιο έντονη η δράση του με αρκετούς φόνους αρκετών
Ελλήνων προκρίτων. Έχοντας επωμισθεί προσωπικά μεγάλο χρέος με την ίδρυση του
Παρθεναγωγείου του Πέραν, τα έξοδα του ταξιδιού του για την Καστοριά τα βρήκε
από τοκογλύφους επί υποθήκη των πολύτιμων αμφίων του. Πριν ξεκινήσει ασφάλισε
τη ζωή του για ποσό ίσο προς τα χρέη του που τα πλήρωσε όταν έγινε μητροπολίτης
Αμάσειας. Το Βουλγαρικό
Κομιτάτο θεωρούσε την επαρχία Καστοριάς το τελευταίο όριο της βουλγαρικής
προπαγάνδας ως τον Αλιάκμονα. Οι τουρκικές αρχές από μίσος για τους Έλληνες
άφηναν τους Βούλγαρους να δρουν ελεύθερα. Αποτέλεσμα ήταν να στηθεί το
στρατόπεδο των συμμοριών τους στα Κορέστια της Καστοριάς για ν’ αποδείξουν
μελλοντικά στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι τα σύνορα της Μεγάλης Βουλγαρίας που
ονειρεύονταν έπρεπε να φθάνουν ως την Καστοριά. Το ελληνικό αίμα εν τω μεταξύ
πότιζε το αγιασμένο χώμα της Μακεδονίας. Τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο δίλημμα
«Εξαρχία ή θάνατος» προσχωρούσαν στην Εξαρχία. Οι Έλληνες δάσκαλοι
εγκαταλείπανε τις θέσεις τους και έφευγαν στην Καστοριά για να προστατευθούν
από το μένος των Βουλγάρων. Μαζί τους έφευγαν και πολλοί ιερείς. Όσοι ιερείς
έμεναν στα χωριά σιωπούσαν υπό την απειλή του θανάτου. Πλήθος Βουλγάρων
οπλαρχηγών που εξοπλίζονταν στη Σόφια έρχονταν στα Κορέστια κι από εκεί με τις
κατάλληλες οδηγίες σκορπούσαν τον τρόμο σ’ όλη την επαρχία της Καστοριάς. Βλέποντας αυτή
την κατάσταση ο Γερμανός Καραβαγγέλης άρχισε να επικοινωνεί με τον πρόξενο του
Μοναστηρίου Πεζά και στη συνέχεια έστειλε επιστολές την κυβέρνηση της Αθήνας
κάνοντας έκκληση για παροχή βοηθείας σε όπλα και άνδρες για να προστατευθεί ο
ελληνικός πληθυσμός της μητροπόλεως του. Οι προσπάθειες του όμως αρχικά δεν
είχαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Έχοντας απελπιστεί σκέφθηκε να δράσει μ’ άλλο
τρόπο. Ανέπτυξε κατ’ αρχήν δίκτυο έμπιστων πληροφοριοδοτών σ’ όλα τα χωριά με
μυστική αλληλογραφία που είχε μαζί τους. Έτσι ήταν σε θέση να γνωρίζει πολλές
απ΄ τις κινήσεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου στην περιοχή. Όταν κάποια στιγμή
άρχισε ν’ αλληλογραφεί με τον Παύλο Μελά χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Κώστας
Γεωργίου. Τα αρχικά των δύο λέξεων Γ, Κ μαρτυρούσαν για τον ενημερωμένο Παύλο
Μελά την προέλευση της επιστολής δηλαδή Καστοριάς Γερμανός. Το επόμενο βήμα
του ήταν να φέρει με το μέρος του κάποιους από τους οπλαρχηγούς των Βουλγάρων
που θεωρούσε ότι ήταν πιθανόν να τους μεταπείσει ν’ αγωνιστούν υπέρ των
ελληνικών πληθυσμών. Πρώτος απ’ όλους ήταν ο Κώττας απ’ το χωριό Ρούλια (νυν
Κώττα προς τιμήν του) ο οποίος πριν προσχωρήσει στην Εξαρχία ήταν ορθόδοξος κι
έδειχνε συμπάθεια για τους φονευθέντες Έλληνες. Η προσπάθεια του Καραβαγγέλη
ήταν επιτυχής και ο Κώττας στη συνέχεια αναδείχθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή των
Ελλήνων, βρίσκοντας μάλιστα μαρτυρικό θάνατο απ’ τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Να σημειωθεί ότι ο καπετάν-Κώττας ήταν σλαβόφωνος και δεν ήξερε γράμματα. Ο
γραμματέας του όμως ήξερε τέσσερις γλώσσες! Τα παραπάνω είναι μαρτυρία της κας
Αλίκης στον γράφοντα (το επίθετο της δεν μας είναι γνωστό) από επίσκεψη μας στο
χωριό Κώττα πριν αρκετά χρόνια. Η κα Αλίκη είναι εγγονή του γραμματέα του Κώττα
και ως κοινοτάρχης του χωριού επί σειρά ετών είχε υποδεχθεί τρεις Προέδρους της
Δημοκρατίας στις κατ’ έτος επετειακές εκδηλώσεις προς τιμήν του οπλαρχηγού. Εκτός απ’ την
επιτυχή προσπάθεια στην περίπτωση του Κώττα, του οποίου τους άνδρες
μισθοδοτούσε ο Καραβαγγέλης φροντίζοντας και για την σίτιση τους όπως είχε
συμφωνηθεί, ο προσεταιρισμός κι άλλου
μέχρι πρότινος κομιτατζή συνεχίστηκε με τον Γκέλεφ. Αυτός αποτελούσε δίδυμο στις ένοπλες
συγκρούσεις με τον Τσακαλάρωφ. Ο Τσακαλάρωφ όμως αφ’ ενός μεν είχε σκοτώσει τον
παπά-Ηλία (που ήταν συμπαθής στον Γκέλεφ) αφ’ ετέρου συμπαθούσε τη γυναίκα του
Γκέλεφ. Τα δύο αυτά γεγονότα ήταν κομβικά επιχειρήματα ώστε ο Καραβαγγέλης να
φέρει υπέρ των Ελλήνων και τον Γκέλεφ. Ο
αγώνας του όμως δεν περιορίστηκε σ’ αυτό το επίπεδο. Ακούραστος
εργάτης και προστάτης του ελληνισμού της μητροπόλεως του πήγαινε και
λειτουργούσε παντού με έμφαση στα χωριά που προηγουμένως είχαν σπείρει τον φόβο
και τον τρόμο οι Βούλγαροι. Πάντα με το πιστόλι κάτω από το ράσο. Ενδυνάμωνε το
ελληνορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων και τους έδινε κουράγιο. Σε περιπτώσεις όπου
υπήρχε δολοφονία ιερέα, πρώτιστο μέλημα του ήταν να υπάρχει άμεση διαδοχή για
να μην μείνει χωρίς ιερέα το χωριό. Όταν μάλιστα ο ιερέας είχε γιο τον έπειθε
με κάθε τρόπο να διαδεχθεί στην ιεροσύνη τον πατέρα του. Εάν κατά την επίσκεψη
του σε κάποιο χωριό οι Βούλγαροι τον απειλούσαν για να τον εμποδίσουν να
τελέσει τη Θεία Λειτουργία, με την πίστη του και το όπλο του κατάφερνε να
επιβληθεί και να λειτουργήσει αυτός πρώτος στην εκκλησία του χωριού. Στις
επισκέψεις του στα χωριά μοναδική συνοδεία του ήταν ο πιστός τουρκαλβανός
καβάσης του Εμίν. Στο λεξιλόγιο
του δεν υπήρχε η λέξη φόβος. Με χίλιους δυο κινδύνους μέσα από δυσπρόσιτες
διαδρομές και σχεδόν πάντα νύχτα για να μην γίνει αντιληπτός, βρισκόταν εκεί
που όριζε το πατριωτικό καθήκον και η συνείδηση του. Σ’ όλα τα επικίνδυνα
ταξίδια του έπαιρνε μέτρα προφύλαξης. Κατ’ αρχήν είχε πάντα στη διάθεση του δύο
γερά άλογα. Η ενδυμασία του με δεδομένα τα ράσα είχε ως προσθήκη μαύρο
εγγλέζικο αδιάβροχο και μπότες ψηλές έτσι ώστε μαζί με τα όπλα του, το μαχαίρι
και τις φυσιγγιοθήκες με τα φυσέκια να μοιάζει για στρατιωτικός ή αστυνομικός
παρά για επίσκοπος. Είχε πει μάλιστα στο Προξενείο του Μοναστηρίου, στον
Πρωτοσύγγελο του και σε κάποια έμπιστα πρόσωπα ότι αν βρισκόταν σκοτωμένος να
κοιτούσαν μέσα στο στόμα του να βρουν το σημάδι της τελευταίας σφαίρας που
κρατούσε για τον εαυτό του, αφού ήταν αποφασισμένος ν’ αυτοκτονήσει παρά να
σκοτωθεί από βουλγαρικό βόλι ή ακόμη χειρότερα να πέσει στα χέρια τους ζωντανός!
Είχε στενή υποστήριξη και αρμονική συνεργασία με τους πρόξενους Μοναστηρίου και
Θεσσαλονίκης και με τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Τσιριλόβου Αρχιμανδρίτη
Γρηγόριο. Άριστη ήταν και η συνεργασία του μ’ όσους οπλαρχηγούς άρχισαν να
έρχονται από κάποια στιγμή και μετά απ’ την Ελλάδα, με κυρίαρχη τη μορφή του
Παύλου Μελά έως το θάνατο του για τον οποίο θα υπάρξει ξεχωριστή αναφορά. Κάθε
φιλελληνικό ενδιαφέρον που ερχόταν εις γνώση του γινόταν κατά τον καλύτερο
τρόπο έμπρακτη βοήθεια (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λουϊζα Ριανκούρ για την
οποία θα υπάρξει αναφορά στο μέλλον). Όπου δεν ήταν
δυνατή η εξόντωση Βουλγάρων οπλαρχηγών μόνο από τα ελληνικά ένοπλα σώματα
εφάρμοσε την παρακάτω λογική. Αν κάποιος εκ των Βουλγάρων δεν ήταν συμπαθής
στους Τούρκους έστελνε τουρκικό απόσπασμα με συνοδεία Ελλήνων προς εξόντωση
του. Η συνοδεία Ελλήνων ήταν απαραίτητη για να μην υπάρχει η παραμικρή
πιθανότητα διαπραγμάτευσης μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων. Έτσι εξοντώθηκε ο
διαβόητος Μήτρο-Βλάχος που είχε διαπράξει αρκετούς φόνους Ελλήνων και είχε
καίρια συμμετοχή στο θάνατο του Παύλου
Μελά. Ακόμη κι όταν βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη επειδή αυτή ήταν η απαίτηση των
Μεγάλων Δυνάμεων μετά από διπλωματικές κινήσεις της βουλγαρικής πλευράς, πριν ο
κίνδυνος περάσει γύρισε στην Καστοριά για να υποστηρίξει το ποίμνιο του. Ο θάνατος του
Παύλου Μελά δημιουργεί μεγάλο ρεύμα ένοπλης υποστήριξης των Ελλήνων της
Μακεδονίας από Έλληνες αξιωματικούς και εμπειροπόλεμους ανθρώπους πέρα από την
μέχρι τότε εκδηλωθείσα εμφάνιση ελληνικών ένοπλων σωμάτων στο έδαφος
Μακεδονίας. Το 1907 γίνεται ανακωχή των ένοπλων συγκρούσεων αφού πρώτα οι
Έλληνες με τον ηρωισμό τους κατάφεραν να ανασχέσουν τη δράση των κομιτατζήδων
και να επαναφέρουν το αίσθημα της ασφάλειας στους Έλληνες. Το ίδιο έτος τελειώνει
και η θητεία του Γερμανού Καραβαγγέλη ως μητροπολίτη Καστοριάς με πολυσήμαντη
δράση και προσφορά στον Μακεδονικό Αγώνα. Το επόμενο
πληθυσμιακό κομμάτι του ελληνισμού που θα δεχθεί ως ευλογία Θεού την παρουσία
και τη δράση του είναι η περιοχή της Αμάσειας του Πόντου όπου και τοποθετείται
μητροπολίτης το έτος 1908. Στον τόπο αυτό θα παραμείνει έως το 1922 δίνοντας
κάθε ικμάδα της δύναμης του για την προάσπιση της ζωής και της ελευθερίας των
ποντίων απέναντι στις γενοκτονικές διαθέσεις των Τούρκων. Από την αρχή του
διορισμού του στην περιοχή αρχίζει και η ποικιλόμορφη δράση του. Ιδρύει σχολεία
και ευαγή ιδρύματα ενώ ταυτόχρονα χτίζονται ναοί και νέο μητροπολιτικό μέγαρο.
Σε μόλις τρία χρόνια έχτισε 115 σχολεία και σχολές σ’ όλο το γεωγραφικό φάσμα της
μητροπόλεως του! Όλα αυτά σε μια φύση και θέση εχθρική χώρα όπως η Τουρκία. Αν
αναρωτηθούμε σήμερα μέσα στην πατρίδα μας πόση γραφειοκρατία υπάρχει και πόση
προσπάθεια χρειάζεται για να κτισθεί ένα μόνο σχολείο, κάθε σύγκριση με το έργο
του Καραβαγγέλη στον Πόντο μόνο θλίψη μπορεί να προκαλέσει για την σημερινή
πραγματικότητα. Εκείνη την εποχή στον Πόντο η ανάγκη δημιουργίας σχολείων
προέκυπτε από τα πολλά παιδιά που υπήρχαν σε κάθε ελληνική οικογένεια παρ’ όλες
τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Η πίστη όμως στο Θεό και η εργατικότητα τους
ήταν τα βασικά συστατικά της επιβίωσης τους. Ας παραδειγματιστούμε εμείς οι
νέο - Έλληνες. Στην Ελλάδα βέβαια ιδιαίτερα στα ορεινά και ημιορεινά χωριά τα
σχολεία κλείνουν αφού έπαψαν ν’ ακούγονται παιδικές φωνές. Κάποιοι φρόντισαν
εδώ και χρόνια για την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου που αποτελούσε διαχρονικά
τον πνεύμονα της κοινωνίας μας. Ίσως λύσουμε βέβαια το πρόβλημα της
υπογεννητικότητας με την αθρόα είσοδο αλλοεθνών όπως έχει ειπωθεί από
ορισμένους για να αιμοδοτηθεί από παιδιά η ελληνική (για πόσο ακόμα άραγε)
κοινωνία… Συνεχίζοντας την αναφορά μας στο έργο του Γερμανού Καραβαγγέλη
ιδιαίτερης μνείας αξίζει το γεγονός ότι με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε ο
«Μιθριδάτης», μυστική αντιστασιακή οργάνωση στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας. Το έτος 1914
ο Καραβαγγέλης αποτρέπει την εγκατάσταση Τούρκων προσφύγων προερχόμενων από τα
Βαλκάνια σε ελληνικά χωριά της περιοχής του. Η σύγκριση κι εδώ με ό,τι γίνεται
στην Ελλάδα σήμερα αναδεικνύει πόσο απολύτως αναγκαία και χρήσιμη θα ήταν η
παρουσία ενός ηγέτη με την ψυχή και το μυαλό του Καραβαγγέλη. Το 1915 διασώζει
παιδιά Αρμενίων από σίγουρο θάνατο. Το 1916 προφυλάσσει την Αμισό από το μένος
των Τούρκων. Παράλληλα βοηθάει το ποντιακό αντάρτικο με όποιο τρόπο μπορεί.
Ενδεικτικό της βοήθειας του στους αντάρτες είναι το γεγονός ότι ο Κεμάλ είχε
χαρακτηρίσει το ποντιακό αντάρτικο «έργο και όργανο του Γερμανού Καραβαγγέλη».
Το 1917 συνελήφθη και φυλακίζεται στην Κωνσταντινούπολη για την πατριωτική
δράση του. Αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στη θέση του με ενέργειες του Πατριάρχη
Γερμανού Ε’. Το Νοέμβρη του 1921 ήταν ο επικρατέστερος για να γίνει Πατριάρχης
αλλά δίνει τις ψήφους του στον Μελέτιο Μεταξάκη. Αυτός του προσφέρει (εις ένδειξη ευγνωμοσύνης) την
Αρχιεπισκοπή Αμερικής ή Ευρώπης αλλά ο Καραβαγγέλης προτίμησε να επιστρέψει
στον Πόντο που τον χρειαζόταν ο ελληνισμός έως τον Αύγουστο του 1922. Τυπικά
απώλεσε τον τίτλο του μητροπολίτη Αμάσειας στις 27 Οκτωβρίου 1922. Το ίδιο έτος
καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με τους συνεργάτες του, τον επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο
Αγριτέλλη και τον πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Ο μητροπολίτης γλιτώνει αφού
τη στιγμή της καταδίκης του ήταν εν πλω επιστρέφοντας από το Βουκουρέστι. Η Ιερά
Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον εκλέγει μητροπολίτη Ιωαννίνων για να
τον σώσει. Με την απόφαση αυτή δεδομένη αποβιβάζεται στην Αθήνα αντί της
Κωνσταντινούπολης τον Απρίλη του 1924. Με τη συμπλήρωση ενός έτους ως
μητροπολίτης Ιωαννίνων ξαφνικά τοποθετείται Μητροπολίτης Ουγγαρίας κι Έξαρχος
Κεντρώας Ευρώπης του Οικουμενικού Πατριαρχείου με έδρα τη Βουδαπέστη. Η αμοιβή
του περιορίστηκε στο μισό και δεν έφθανε για τα έξοδα διαβίωσης του ενώ
παράλληλα τον άφησαν απλήρωτο για μήνες. Έρευνα του μητροπολίτη Αυστρίας
Στάϊκου αναφέρει ότι υπήρξε πίεση στον Πατριάρχη από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
Χρυσόστομο Α’ (Παπαδόπουλο) για επαναφορά στα Ιωάννινα του ιεράρχη Σπυρίδωνα
Βλάχου. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης θεώρησε την εξέλιξη αυτή εξορία κι εμπαιγμό.
Στις 24 Απριλίου παραιτήθηκε γραπτώς. Η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε στο οικουμενικό
Πατριαρχείο τη μετάθεση της έδρας από τη Βουδαπέστη στη Βιέννη για την
«Εξαρχεία Κεντρώας Ευρώπης» ως επαρχίας της Μητρόπολης Θυατείρων με μισθό
Υπουργείου Εξωτερικών. Στις 11 Αυγούστου με τηλεγράφημα του στον Πατριάρχη ο
Καραβαγγέλης αποδέχθηκε τη θέση που του προτάθηκε με την προϋπόθεση να του
αποδοθεί ο τίτλος Μητροπολίτης Αμάσειας κι Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης. Η προσφορά
του τη φορά αυτή σχετίζεται με την ενδυνάμωση των ελληνικών κοινοτήτων σε
Ιταλία, Αυστρία κι Ουγγαρία. Την 1η Μαρτίου 1926 με απόφαση της δικτατορικής
κυβέρνησης του Θεόδωρου Πάγκαλου γίνεται εκ νέου περικοπή μισθού με αποτέλεσμα
αδυναμία πληρωμής εξόδων διαβίωσης. Υπό το βάρος της παραπάνω απόφασης
αναγκάζεται να γυρίσει στην Αθήνα στην ιδιόκτητη κατοικία του. Πέθανε πάμπτωχος
από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Φεβρουαρίου 1935 σε ηλικία 69 ετών στην πόλη
Μπάντεν 30 χλμ νότια της Βιέννης σε ξενοδοχείο που είχε προσωρινά καταλύσει
μόνος και «ξένος μέσα σε ξένους». Τελευταία του επιθυμία όπως προκύπτει από τη
διαθήκη του ήταν να τελεστεί η εξόδιος ακολουθία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου
Καρύτση «μεθ’ ενός μόνο ιερέως, άνευ διακόνου, ως κι άνευ της παρουσίας
αντιπροσώπου της Ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας ομοίως» λόγω της
αχαριστίας που είχε βιώσει. Ούτε κι αυτό όμως δεν έγινε δεκτό από την Αθήνα! Η σωρός του τελικά ετάφη σε λιτό μνήμα
στη Βιέννη (Zentralfriedhof) από τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη. Το 1959
το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική
συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά όπου και
τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω απ’ τον ανδριάντα του. Όπως αναφέρει ο ίδιος
μεταξύ άλλων στη διαθήκη του «δεν χρωστώ σε κανέναν ουδέ οβολόν. Εις το Έθνος
προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του ’21…». Ο Γερμανός
Καραβαγγέλης έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας χωρίς ποτέ να
υπολογίσει κινδύνους κι απειλές. Όλη του η ζωή μια ανεκτίμητη εθνική προσφορά.
Η παρούσα αναφορά είναι ελάχιστος φόρος τιμής στον ανδρείο Έλληνα και Ιεράρχη
Γερμανό Καραβαγγέλη. Πηγές: Θεοφάνης Λάζαρης