Η ανάμνηση μιας συνάντησης με τον καλλιτέχνη τη δεκαετία του ΄80 μπλέκεται με την πρόσφατη επίσκεψή μας στο «Μουσείο Αμαρουσίου», πλέον «Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη», με αφορμή την έκθεση «Ερριμμένες σκιές»
«Έμαθα πολλά, αλλά κυρίως έμαθα πόσα αγνοώ» Μαρούσι, οδός Πλουτάρχου 28, Οκτώβριος 1984. Ο Γιάννης
Τσαρούχης οικοδεσπότης, το σπίτι του ανοικτό για όλους τους επισκέπτες. Χάζευα
τα πεύκα της αυλής, ένα μεταλλικό στρογγυλό τραπεζάκι, από εκείνα των παλιών
καφενείων που συναντάμε και στους πίνακές του· είχε ένα γιουβετσάκι πήλινο στη
μέση. Ο κήπος χορταριασμένος αλλά όχι αφρόντιστος. Είναι έτσι «από φροντίδα και
όχι από αφροντισιά» μου είπε αργότερα. Δεν του πήγαινε –συμπλήρωσε– να τον
πληγώνει ξεριζώνοντας ζιζάνια, χόρτα κι αγριολούλουδα. Άκουσα τα συρτά –ένα σύρσιμο γοργό, σχεδόν τραγουδιστικό–
βήματά του. Ερχόταν πίσω μου με την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη. Μπήκαμε μαζί
στο σπίτι. Η αμηχανία μου υποχώρησε, όταν χωρίς άλλη κουβέντα τον ακολούθησα
στη σκάλα, που αμέσως δεξιά μετά την είσοδο του σπιτιού οδηγούσε στον πρώτο
όροφο. Δεν μου άφησε χρόνο να χαζέψω, όσο θα ήθελα, τα έργα που ήταν κρεμασμένα
στον τοίχο της στενής σκάλας. Η ιδέα ότι έμενα μόνιμα στη Σπάρτη, αλλά ήμουν
εξοικειωμένη με το έργο του, τον διασκέδαζε πολύ. Επιβεβαίωνε τη θεωρία του,
είπε, για τους ανθρώπους που ζουν σε καθαρό ορίζοντα. Ο Γ. Τσαρούχης στο
σπίτι του στο Μαρούσι, όπου σήμερα εδράζεται
το Ίδρυμα Ο Γιάννης Τσαρούχης μπροστά στα έργα του, στο σπίτι του, στο
«Μουσείο Αμαρουσίου», όπως το ονόμαζε. Δίστασα να ρωτήσω γιατί όχι «Μουσείο
Γιάννη Τσαρούχη». Η προβολή του τόπου αντί του προσώπου οδηγεί σε ενδιαφέρουσες
ερμηνείες. Το φως, το χρώμα, η σύνθεση, η πινελιά, το θέμα, ο χώρος, ο χρόνος.
«Με ρωτούν συχνά γιατί τόσα φτερά στα έργα μου. Είδα τον κενό χώρο, και είπα,
πώς να τον γεμίσω; Ας τον γεμίσω με φτερά». Οι αφορμές πολλές και η αφήγηση να
τρέχει σε πρόσωπα και γεγονότα που μοιράστηκαν μαζί του κάτι από τη διαδικασία
της δημιουργίας. «Ο Ντομινίκ, γνώριζα πολύ καλά τον πατέρα του και τον παππού
του». Μιλούσε για τα μοντέλα του με την ίδια αγάπη που μιλάει και ο παραμυθάς
για τον ήρωα του παραμυθιού του με τη φωνή του να προδίδει τη συμπάθεια και τη
λαχτάρα για το αίσιο τέλος. «Ο καημένος ο … είχε πολύ μεγάλη υπομονή, στεκόταν
για να τον ζωγραφίσω με τις ώρες. Παντρεύτηκε μια νέγρα που τον βασάνισε πολύ.
Τώρα παντρεύτηκε μια ήσυχη γυναίκα. Ο ίδιος είναι ζωγράφος, αλλά κυρίως καλός
μουσικός». Αλλά δεν ήταν μόνο οι πίνακες και οι ιστορίες τους, ήσουν κι
εσύ εκεί, ο φιλοξενούμενός του: «Πόσο συχνά πας στον Μυστρά;». Η ερώτηση με
ξάφνιασε. Το είχε δεδομένο ότι θα επισκεπτόμουν τον Μυστρά, για τη συχνότητα
δεν ήταν σίγουρος. Με ρωτούσε για τις μοναχές, για την αυλή της Παντάνασσας,
πώς είναι τώρα, εάν έχει γάτες και λουλούδια, εάν γνώριζα την αδελφή Καλή:
«Θυμάμαι, στον Μυστρά, τις μοναχές που έπεσαν στα γόνατα και φώναζαν Άγιος
Άγιος, όταν τις επισκέφτηκε ο Γεώργιος. Θυμάμαι ακόμα και τη στενοχώρια τους
που δεν έβαλαν τον Γεώργιο να τους γράψει ένα αυτόγραφο για να μείνει το πέρασμά
του από το μοναστήρι. Βλέπεις, δεν ήταν ο βασιλιάς που τις ενδιέφερε. Ήταν το
Βυζάντιο που αναβίωνε κι αυτό τις ενδιέφερε περισσότερο. Τον υποδέχτηκαν με
στρωμένο κόκκινο χαλί κι ένα τυπικό … βυζαντινό». Ντράπηκα να ρωτήσω «ποιος
Γεώργιος;», γιατί ο Τσαρούχης, όταν ο βασιλεύς Γεώργιος Α δολοφονήθηκε ήταν
τριών ετών. Ίσως ο γιος του, ο πρίγκιπας Γεώργιος που πέθανε το 1957; Κατέβηκα πάλι τη σκάλα μαζί του και καθώς ετοιμαζόμουν να
τον ευχαριστήσω πήρε ένα αντίτυπο της μετάφρασής του των «Επτά επί Θήβας» και
στην πρώτη λευκή σελίδα, μετά το εξώφυλλο, χάραξε σχέδιο και αφιέρωση. Τον
ευχαρίστησα θερμά για τη γενναιόδωρη χειρονομία· μου απάντησε γελώντας: «Και
γιατί να πουλάω τα έργα μου; Μήπως τα σάβανα έχουν τσέπες;».[1] Περιήγηση στις «Ερριμένες σκιές» Επισκέφτηκα και πάλι το «Μουσείο Αμαρουσίου», τώρα πια
«Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη», στα μέσα του Φλεβάρη, τότε που κάτι ακούγαμε για τον
επικίνδυνο ιό χωρίς –οι πολλοί τουλάχιστον– να δίνουμε και μεγάλη σημασία.
Βρήκα το ίδιο φιλόξενο σπιτικό, με θερμή οικοδέσποινα αυτή τη φορά την Πρόεδρο
του Ιδρύματος, Νίκη Γρυπάρη· η ίδια έχει επιμεληθεί την έκθεση «Ερριμμένες
σκιές» (εγκαινιάστηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2019) καθώς και τον συνοδευτικό
Κατάλογο. Η διευθύντρια του «Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη», Νίκη Γρύπαρη Ένας εγκλεισμός δεν είναι ένας εγκλεισμός! Ήχοι, ευωδιές, η
αφή, οι απρόσκλητοι επισκέπτες του νου μάς κατακλύζουν και δημιουργούν ένα
ευφάνταστο περιβάλλον του οποίου σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές
γινόμαστε οι ίδιοι. Χωρίς το καταφύγιο της τεχνολογίας, χωρίς πρόθεση, με
αφετηρία και κινητήρια δύναμη την αθέλητη μνήμη. Πλήρης η επαλήθευση του Μαρσέλ
Προυστ! Το πεύκο και η μυρουδιά του, στο σώμα η αίσθηση της υγρασίας μιας
βροχής που δεν λέει να πέσει, ανακάλεσαν την επίσκεψη και την περιδιάβαση στις
«Ερριμμένες σκιές» του Γιάννη Τσαρούχη. «Τόσα χρόνια έχω μάθει πως το φως πρέπει να έρχεται και
στους πίνακες και στη σκηνογραφία από αριστερά για να πέφτει η σκιά του χεριού
στο χαρτί απ’ τη μεριά που δεν έχει γίνει ακόμα τίποτε και να μην εμποδίζει
έτσι το προχώρημα της εικόνας. Με τέτοια μικροπράγματα, όπως θα έλεγαν μερικοί
ικανότατοι ζωγράφοι, η εικόνα γίνεται παράξενα γοητευτική. Η ερριμμένη σκιά που
ξεκινά απ’ το σαγόνι της Υπεραγίας Θεοτόκου φτάνει ως τα εδάφη αυτονών που πιστεύουν
στη γοητεία. Έτσι αποκαλύφθηκε κάποτε σε μένα αυτός ο ερωτικός νόμος της
ζωγραφικής ένα απόγευμα που ζωγράφιζα μια κόρη».[2] Στο παραπάνω απόσπασμα με το οποίο ο Γιάννης Τσαρούχης
προλογίζει, με δικούς του φωτισμούς και σκηνικό, το ανέβασμα (1987) της
«Φαίδρας» του Γιάννη Ρίτσου, οφείλεται και ο τίτλος της έκθεσης που επιτυχώς
προσδιορίζει και το περιεχόμενό της· η σκιά, προϊόν του φωτός, όπως
μετουσιώνεται με το χρώμα, στην επιφάνεια υποδοχής του. Η έκθεση επικεντρώνεται
σε έργα που βοηθούν στην κατανόηση των προβληματισμών του ζωγράφου για τον
σκιοφωτισμό που η πρόσληψή τους διευκολύνεται με τη δική του γραφή, όπως
σχολιάζει μέσα από τα κείμενά του τα ίδια του τα έργα (τα ίδια κείμενα
περιέχονται και στον «Κατάλογο»)· επομένως, έργα και κείμενα Γιάννη Τσαρούχη. Η έκθεση επικεντρώνεται σε έργα που βοηθούν στην κατανόηση
των προβληματισμών του ζωγράφου για τον σκιοφωτισμό που η πρόσληψή τους
διευκολύνεται με τη δική του γραφή. Στο σκηνικό της «Φαίδρας», τα τζαμωτά, επιτρέπουν στο
«ηλιακό» φως να εισχωρεί από αριστερά και με διαβαθμισμένους τόνους να
υποχωρεί, όταν φθάνει τη Φαίδρα στην κουνιστή της καρέκλα. Την ίδια φορά
ακολουθεί το φως και στην «Αντιγραφή του Τισιάνο» μια δεκαπενταετία νωρίτερα
(1971)· μπαίνει από αριστερά, λούζει βασιλεύοντας διαγώνια τους ασβεστωμένους
τοίχους χαϊδεύοντας την αριστερή και ακραγγίζοντας τη δεξιά ωμοπλάτη του
ζωγράφου που με γυρισμένη την πλάτη στον θεατή στέκεται μπροστά στο καβαλέτο
του. Και μιας και μιλάμε για το «σκηνικό» φως, στην έκθεση
βλέπουμε για πρώτη φορά τις σπουδές του με τα «Μαθήματα Ζωγραφικής», με τα
οποία κατά τη δεκαετία του 1970, στο Παρίσι, μυούσε τους φίλους του στα μυστικά
της βυζαντινής ζωγραφικής. Τα σχέδια αυτά είχε ιδιαίτερο λόγο να περισώσει, και
να παραχωρήσει στο Ίδρυμα, η Lila de Nobili, γιατί κι η ίδια στους σκηνικούς
της φωτισμούς εμπνεόταν από τους μεγάλους ζωγράφους. Η περιδιάβαση στην έκθεση μάς επιτρέπει να ανιχνεύσουμε το
φιλοπερίεργο του Γιάννη Τσαρούχη για τους τρόπους της ζωγραφικής, το νήμα των
οποίων αναζητούσε στη μακρά διαδρομή από την αρχαία Ελλάδα, με την αντιγραφή
της Μέδουσας και τη μελέτη των ψηφιδωτών και των Φαγιούμ· τους διέκρινε στη
βυζαντινή ζωγραφική, τους αναγνώριζε στα επιτεύγματα των μεγάλων καλλιτεχνών
της Αναγέννησης –ιταλικής, ολλανδικής και φλαμανδικής–, τους ανακάλυπτε στους
Γάλλους ζωγράφους του 17ου και του 18ου αιώνα, τους εντόπιζε στις σύγχρονές του
μοντέρνες εκφραστικές προτάσεις· και μελετώντας τους, έσκυβε με την ίδια
επιμέλεια στον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη έως ότου οδηγηθεί στη διατύπωση της
δικής του ελληνικής πραγματικότητας που αγνοούσαν ή περιφρονούσαν ακαδημαϊκοί
και μοντέρνοι: «λίγο πριν τον πόλεμο και κυρίως μετά τον πόλεμο, παύει πια ο
ενθουσιασμός μου για την μοντέρνα τέχνη, όχι γι’ αυτήν την μοντέρνα τέχνη που
μας έμαθε πολλά, αλλά για την Ακαδημία της Μοντέρνας Τέχνης».[3] Τη μαθητεία
του Τσαρούχη στην πολυγνώτεια τετραχρωμία και στα διδάγματα των βυζαντινών
(προπλασμοί, σαρκώματα, λάμματα, ψιμυθιές, φώτα, γλυκασμοί) παρακολουθεί και η
Ευφροσύνη Δοξιάδη στο πόνημά της «Το φως στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη. Μερικές
σκέψεις για τη σημασία των αναζητήσεών του σχετικά με την ιστορία της δυτικής
ζωγραφικής» που προτάσσεται στον «Κατάλογο» της έκθεσης. Οι εναλλαγές φωτός και σκότους από το ελληνιστικό ψηφιδωτό
στην αυγοτέμπερα των βυζαντινών ιχνηλατούνται στις τέσσερις προσωπογραφίες της
Δέσποινας [βλ. και κεντρική εικόνα] κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας (1967-1977)
και αποκαλύπτουν την αγαστή συμπόρευση στοχαστή και ζωγράφου. Μελέτες εκ του φυσικού, με καθορισμένη την ώρα της ημέρας,
σπουδές με φωτισμούς χωρίς αντιθέσεις και με αντιθέσεις φωτισμού οδηγούν από
άλλο δρόμο στις «ερριμμένες σκιές» του ελληνικού τοπίου. Κι εκεί –θα μας
προϊδεάσει ο ζωγράφος– δεν αρκεί να ξέρεις να τις σχεδιάσεις στη θέση τους,
γιατί ο ελληνικός ήλιος δεν είναι ο ήλιος-θεός του Turner, αλλά ένας «συνεχής
κατήγορος» που δεν βολεύεται με προοπτικές και ανατομίες. Οι εντυπώσεις από τις «Ερριμμένες σκιές» στα σκηνικά, στις
προσωπογραφίες, στα τοπία και στις σπουδές του Γιάννη Τσαρούχη τελικά θα
μπορούσαν να συνοψιστούν με τα λόγια του για τα μαθήματα του Βακέρ που
παρακολούθησε στο Παρίσι: «έμαθα πολλά, αλλά κυρίως έμαθα πόσα αγνοώ».[4] * Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΟΥ ΧΡΟΝΗ είναι μουσειολόγος, τ.
επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη
«Μουσείο-Σχολείο – Αντικριστές πόρτες στη γνώση» (εκδ. Πατάκη). [1] Με τις μνήμες αυτές είχα αποχαιρετήσει τον Γιάννη
Τσαρούχη στην εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος της Λακωνίας» (23 Αυγούστου 1989, σσ.
1,4). [2] Γιάννης Τσαρούχης, «Ερριμμένες σκιές», Ίδρυμα Γιάννη
Τσαρούχη, Κατάλογος, σ. 38. [3] «Γιάννης Τσαρούχης», ό.π., σ. 32. [4] «Γιάννης Τσαρούχης», ό.π., σ. 24. bookpress.gr