Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/46600/

Spartorama - Print | Λαογραφικά Θέματα: «Η νάκα και το μπεσίκι», από τον Ευάγγελο Μητράκο

Λαογραφικά Θέματα: «Η νάκα και το μπεσίκι», από τον Ευάγγελο Μητράκο

Λαογραφικά Θέματα: «Η νάκα και το μπεσίκι», από τον Ευάγγελο Μητράκο
«Το κέντημα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη»
Οδός Εμπόρων

Κάποτε τα μωρά παιδιά, δεν είχανε παιδικό δωμάτιο ούτε καν κούνια ή κρεβατάκι  ούτε υπήρχανε, τότε, γυναίκες ή παιδικοί σταθμοί για να φυλάνε τα παιδιά, όταν λείπανε οι μανάδες. Η γυναίκα του παλιού καιρού, που συνήθως γένναγε και πολλά παιδιά, είχε, εκτός από τις πολλές και σκληρές δουλειές μέσα και έξω από το σπίτι, τη φροντίδα και την ευθύνη των παιδιών όλη μέρα κι όλη νύχτα.

Όταν, λοιπόν, η γυναίκα του χωριού είχε μωρό παιδί και χρειαζότανε να βγει από το σπίτι, για να πάει για δουλειές στο χωράφι, στο αμπέλι, στα πρόβατα, στο ποτάμι ή στη βρύση για να πλύνει, στο λόγκο για να κόψει κλαρί και όπου αλλού χρειαζότανε, έπρεπε να πάρει μαζί της και το μωρό. Για τούτο η σοφία των παππούδων και των γιαγιάδων των Ελλήνων λογιάστηκε και έφτιαξε τη νάκα.

Η νάκα ήτανε μια φορητή κούνια (ας την πούμε έτσι) φτιαγμένη από ένα μεγάλο χοντρό υφαντό πανί με ωραία χρώματα και σχέδια (μερικές φορές από δέρμα), τόσο μεγάλο όσο να χωράει μέσα ένα μωρό. Τις δυο άκρες της νάκας, τις μακριές, τις «γυρίζανε» λίγο, τις ράβανε με χοντρή κλωστή και από μέσα στο γύρισμα περνάγανε δυο γερά ίσα ξύλα σαν ραβδιά. Στις άκρες των ραβδιών δένανε δυο σκοινιά ή πέτσινα λουριά για να μπορούνε να κουβαλάνε τη νάκα με το παιδί. Όταν, λοιπόν, οι μικρομανάδες φεύγανε από το σπίτι για δουλειές, βάζανε μέσα στη νάκα το μωρό (όχι όμως «ασαράντηγο»), το τυλίγανε με κάνα υφαντό του αργαλειού, το ΄κοβαν στον ώμο κι αμολιόντανε για το όργωμα, για το θέρο, για το αλώνισμα, για το μύλο, για τον τρύγο, για το πλύσιμο και το κοπάνισμα στη βρύση και στο ποτάμι, για τα πρόβατα...

Κρέμαγε η μικρομάνα τη νάκα με το παιδί (καλά βυζαγμένο για να μην κλαίει) στον ίσκιο ενός δέντρου από ένα γερό κλαρί (για να μη «φάει»  το παιδί κάνα φίδι ή κάνας «σκαρπιάς») και άρχιζε τις δουλειές της. Και η νάκα, με το μωρό στην «αγκαλιά της», κουνιότανε πέρα - δώθε από το αεράκι και τα πουλιά από τα κλαριά νανουρίζανε το μωρό με τα γλυκοκελαηδήματά τους. Κι όταν το ξύπναγε η μάνα του για να το ξαναβυζάξει, είχε το μωρό τα μάγουλά του κατακόκκινα σαν γινωμένο ρόδι του καλοκαιριού και τα μάτια του είχαν μαζέψει μέσα τους όλο το χρυσάφι του ήλιου και το γαλάζιο τ΄ ουρανού.

------- 

(Η νάκα ήτανε τόσο σπουδαία για τις παλιές γυναίκες, ώστε στη Μάνη, όταν η μάνα αποχαιρέταγε τη νιόπαντρη κόρη της, της έλεγε και τούτα τα λόγια:

«Τη νιάκα σου, τη ρόκα σου και όξω από την πόρτα μου».

Που πάει να πει πως, αν η κόρη είχε νάκα για να φυλάει τα παιδιά της και ρόκα για να γνέθει το μαλλί, δε χρειαζότανε τίποτε άλλο για ν’ ανοίξει το δικό της σπίτι.

Ο μεγάλος λαογράφος μας Ν. Πολίτης διηγείται στις Παραδόσεις μια ιστορία από την Τριφυλλία, όπου μια γυναίκα είχε πάει στο ποτάμι και κρέμασε από έναν πλάτανο τη νάκα με το παιδί της «που ήτανε σαν τα κρύα νερά. Αλλά οι νεράϊδες της το κλέψανε, και της έβαλαν στη νάκα ένα άλλο κατσιμουδιασμένο, γογάρικο, κατσομαλλιασμένο, που όλο ενιαούριζε».

Τέλος, η ισχυρή παρουσία της νάκας στη ζωή της εποχής εκείνης άφησε κληρονομιά και το όνομα «Νάκας», το οποίο ξεκίνησε, μεν, σαν παρατσούκλι, αλλά μετά έγινε επίσημο επώνυμο κάποιων ανθρώπων). 

------- 

Αργά το βράδυ, λοιπόν, μόλις βασίλευε ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά,  ξεκρέμαγε η μάνα τη νάκα απ΄ το κλαρί, την πέρναγε ξανά στον ώμο (πολλές φορές στον άλλο ώμο είχε το τσαπί, τον κασμά, την κόσσα ή το δρεπάνι) κι έπαιρνε το μονοπάτι για το σπίτι της. Όταν έφτανε, άλλαζε το μωρό, το βύζαινε και το ’βαζε μετά στο μπεσίκι (σαρμανίτσα).

Άλλο και τούτο πάλι! Τι ήτανε το μπεσίκι ή η σαρμανίτσα, όπως τη λέγανε στην Ήπειρο;

Το μπεσίκι, λοιπόν, ήτανε μια μικρή κούνια – κρεβατάκι (σαν σκαφίδι), φτιαγμένη με το χέρι, από ξύλο καλό, στολισμένη με ζωγραφιές από λουλούδια και πουλάκια και χρώματα, κάποιες φορές σκαλιστή με ωραία κεντίδια, και μέσα είχε ένα προσκεφαλάκι και μαλακά στρωσίδια για το μωρό. Στο από κάτω μέρος είχε στις άκρες της δυο ξύλα «καμαρωτά» για να μπορεί το μπεσίκι να κουνιέται πάνω στο πάτωμα. Για να μην πουμωθεί (μην «σκάσει») το μωρό, το μπεσίκι είχε πάνω απ’ το κεφάλι του μωρού ένα ξύλινο στεφάνι που το λέγανε  «κρόθο», έτσι ώστε όταν σκεπάζανε το μπεσίκι (με το μωρό μέσα), να μην ακουμπάει το σκέπασμα πάνω στο πρόσωπο του μωρού. Είχανε ακόμα και μια ειδική μάλλινη παρδαλή τριχιά (φασκιά)  που τη δένανε γύρω από το μπεσίκι σε δυο – τρεις μεριές, για να  μην πέσει έξω το μωρό άμα  ξυπνήσει την ώρα που κοιμάται η μάνα του ή τύχει να μην είναι εκεί κοντά.

Αφού έβαζε η μάνα το παιδί στο μπεσίκι, το σκέπαζε κι άρχιζε με το πόδι να το κουνάει πέρα - δώθε …πέρα – δώθε … πέρα –δώθε … μέχρι να κοιμηθεί. Κούναγε το μπεσίκι με το πόδι, για να ’χει τα χέρια της ελεύθερα για τη ρόκα, για το ξεσπύρισμα του καλαμποκιού και των ξερών φασολιών, για το ξάσιμο του μαλλιού, για το ράψιμο, το πλέξιμο και το κέντημα... αφού τα βάσανά της, της καημένης, δεν τελειώνανε ούτε τη νύχτα. Και το μωρό στο μπεσίκι, γεμάτο από τη ζωή που ρούφηξε όλη τη μέρα, νανουρισμένο από το ρυθμικό, μαλακό κούνημα, από τις σιγανοκουβέντες, τα παραμύθια και τα τραγούδια που άκουγε γύρω του, πέταγε στους εφτά ουρανούς και κλείνανε τ’ αγγελικά του μάτια κι ακουγόταν η ανασούλα του καθώς, λένε, ακούγεται το αεράκι σαν περνά μέσα από τα δέντρα του Παραδείσου:

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

έλα πάρε και τούτο.

Να μου το πας στον γκιουλ-μπαξέ

και πάλι φέρε μου το.

Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι,

το μωράκι μου να κάνει.

Έλα ύπνε, πάρε μού το

και γλυκά αποκοίμισέ το.

 

Μπορεί κανείς να φανταστεί την κούραση κείνων των γυναικών, που όλη μέρα δουλεύανε στις πιο σκληρές δουλειές και δε βρίσκανε ανάσα ούτε το βράδυ. Γι’ αυτό και βγάλανε τούτη την παροιμία:

«Το κέντημα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη».

------- 

(Το μπεσίκι (η σαρμανίτσα) σφράγισε τόσο βαθιά τη ζωή των παλαιών Ελλήνων ώστε απόχτησε θέση ακόμα και στο δημοτικό μας τραγούδι. Λέει, ας πούμε, ένα ηπειρώτικο τραγούδι, που τραγουδά τον καημό ενός γέρου άντρα, που  έχει νια γυναίκα, τη Χάιδω, αλλά…:

 

Τι να σου κάνω, Χάιδω μου,

τι να σε κάνω γιε μου.

 

Εγώ ο μαύρος, Χάιδω μ΄, γέρασα,

και συ θέλεις παιχνίδια.

 

Θέλεις στην κούνια, Χάιδω μ΄, βάλε με,

θέλεις στη σαρμανίτσα.

 

Με το να σ΄ πόδι, Χάιδω μ΄, κούνα με,

 και με τα χέρια σ΄ γνέσε.

 

Και με το στόμα σ΄, Χάιδω μ΄, το γλυκό,

πες μας γλυκά τραγούδια). 

------- 

Κι αφού έπαιρνε ο ύπνος το μωρό μέσα στο μπεσίκι και τέλειωνε κι η μάνα τις δουλειές,  σβήνανε οι λάμπες και τα λυχνάρια, πλαγιάζανε όλοι,  κι οι μεγάλοι κι οι μικροί, στρωματσάδα, αποκαμωμένοι από τον κάματο της ημέρας, κι αφήνανε τα «νανουρίσματα» του χωριού να τους πάρουνε στην αγκαλιά τους... τη φωνή του γκιόνη από την αντικρινή ράχη, το μονότονο τραγούδι των τριζονιών μέσα στις φυλλωσιές του κήπου, το αλύχτημα των σκυλιών προς στο φεγγάρι, το γκάρισμα ενός γαϊδάρου που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, το χτύπημα από τις οπλές των αλόγων στο κατώι, το χούγιασμα ενός τσακαλιού που ετοιμαζότανε να βγει για κυνήγι στην πέρα ράχη, το τροκάνι μιας γίδας που ξυνότανε νυχτιάτικα.

Κι αύριο μέρα του Θεού θα ξημέρωνε! Κι αύριο το φως του ήλιου θα ξύπναγε γλυκά τα όνειρα των ανθρώπων!

Μαζί θα ξύπναγε κι ένα μωράκι ροδαλό που τη χτεσινή τη μέρα κοιμήθηκε μέσα σε μια νάκα κρεμασμένη στο κλαρί και τη νύχτα μέσα σ’ ένα καλοστρωμένο μπεσίκι που το κούναγε με το πόδι της η μάνα του.


17-6-2020
Βαγγέλης  Μητράκος