Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/45596/

Spartorama - Print | «Το Σάββατο του Ρουσαλιού», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Το Σάββατο του Ρουσαλιού», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Το Σάββατο του Ρουσαλιού», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Όλα αυτά τα πήγαιναν το Σάββατο του Ρουσαλιού στο νεκροταφείο, άναβαν κεριά στα μνήματα, έστρωναν άσπρα τραπεζομάντηλα πάνω στους τάφους και τα έβαζαν πάνω, λες και έστρωναν τραπέζι χαράς»
Οδός Εμπόρων

Τα ήθη και τα έθιμα είναι η «ψυχούλα» του Λαού μας, έτσι όπως αυτή πλάστηκε, σαν τον κερί της μέλισσας,  μέσα στους αιώνες, από τις χαρές αλλά και από τις λύπες των  Ελλήνων.

Τα ήθη και τα έθιμα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας των Ελλήνων και είναι, πραγματικά, κρίμα, που δυνάμεις σκοτεινές και ανεξέλεγκτες ξεκόβουν τον Λαό μας (και ιδιαίτερα τις νέες γενιές) από τον πλούτο και τον παράδεισο τον ελληνικών ηθών και εθίμων, με τα οποία «έντυσαν ζεστά» οι  παππούδες και οι γιαγιάδες μας  κάθε γιορτή και κάθε σημαντική στιγμή της ζωής.

Έτσι, όπως και οι άλλες γιορτές, και η  Γιορτή της Πεντηκοστής (η Κυριακή της Γονατιστής, όπως τη λέει ο λαός) είναι «φορτωμένη» με πολλά έθιμα, τα οποία, δυστυχώς, έχουν αρχίσει να εκλείπουν. Το πιο σημαντικό ανάμεσα σ’ αυτά τα έθιμα είναι το Σάββατο του Ρουσαλιού:

Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση η Παναγία, που πάντα νοιάζεται και προστρέχει για τους ανθρώπους, παρακάλεσε τον Υιό της να δώσει μιαν ευκαιρία στις ψυχές των νεκρών -που τις τρώει η νοσταλγία για τον Απάνω Κόσμο και για τους αγαπημένους που άφησαν πίσω- να επιστρέφουν στα εγκόσμια μαζί Του, μια φορά το χρόνο, μετά την Ανάστασή Του, να μπορούν να βρίσκονται, για 50 μέρες, κοντά στα σπίτια τους, στους ανθρώπους τους και σε ό,τι αγάπησαν πάνω στη γη παίρνοντας μια γεύση από εκείνα που έζησαν κάποτε. Κι ο Χριστός, που πάντα ακούει τις παρακλήσεις της Μητέρας Του, άφησε τις ψυχές των νεκρών να «ανασταίνονται» μαζί του τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου και να χαίρονται τη ζωή πάνω στη γη, για 50 μέρες.

Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του παλιού καιρού αναγάλλιαζαν, κάθε χρόνο, για πενήντα ολόκληρες μέρες, νιώθοντας τους αγαπημένους τους να έχουν γυρίσει κοντά τους. Πίστευαν, μάλιστα, πως οι ψυχές, από το Πάσχα ως την Κυριακή της Γονατιστής, κάθονταν πάνω στα δέντρα και στα φρέσκα βλαστάρια του αμπελιού, έτσι όπως τα πουλάκια του Θεού, και γι’ αυτό απόφευγαν να κόβουν κλαριά και βλαστάρια τις μέρες αυτές μην πέσουν οι καημένες οι ψυχές που κούρνιαζαν πάνω τους. Απόφευγαν ακόμα να ξαραχνιάσουν τα σπίτια τους, γιατί πίστευαν πως οι ψυχές των νεκρών του σπιτιού έβρισκαν καταφύγιο στους ιστούς της αράχνης, γι’ αυτό δεν ήθελαν να τις ενοχλήσουν.

Μετά από τις όμορφες όμως αυτές «αναστάσιμες» πενήντα μέρες της παρηγοριάς, ερχότανε η μέρα  της Πεντηκοστής, που οι ψυχές έπρεπε να κατεβούν και πάλι στον Άδη.

Φαντάζεται κανείς τη θλίψη των Ψυχών αλλά και των ανθρώπων γι’ αυτόν τον αποχωρισμό. Όλη η θλίψη και το πένθος και το κλάμα του «τελευταίου ασπασμού» του πολυαγαπημένου νεκρού ξαναζωντάνευε και για τούτο η ψυχούλα των ζωντανών έβγαλε απόφαση μεγάλη και αναντίρρητη πως τούτο το Σάββατο της Πεντηκοστής, το τελευταίο Σάββατο των αναστημένων ψυχών, το Ψυχοσάββατο, το Σάββατο του Ρουσαλιού (όπως, αλλιώς, το λέει ο λαός ) είναι το πιο φοβερό απ’ όλα τα Σάββατα του χρόνου. Γι’ αυτό και είπαν:

 

«Όλα τα Σάββατα να ?ρθούν, να παν και να γυρίσουν,

του Ρουσαλιού το Σάββατο, ποτές να μη γυρίσει!»

 

Το Σάββατο αυτό της Πεντηκοστής το  είπε ο λαός μας «Σάββατο του Ρουσαλιού» επειδή στα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια γιορταζόταν, επίσης,  μια γιορτή αφιερωμένη στους νεκρούς, τα  R o s a l i a  (Ροζάλια: από τα ρόδα-τριαντάφυλλα) που με τη σειρά τους ήταν η συνέχεια  της μεγάλης  Αρχαιοελληνικής αθηναϊκής  γιορτής με την ονομασία «Ανθεστήρια», που  γίνονταν  κατά την περίοδο της Άνοιξης, κρατούσαν 3 μέρες και την τελευταία μέρα τους, γιορτάζονταν τα Υδροφόρια προς τιμήν των νεκρών.

Όμως ο Λαός μας δεν περιορίστηκε στη θλίψη, μονάχα, για τον αποχωρισμό των ψυχών, παρά όρισε, μαζί με την Εκκλησία, τούτο το μαύρο και βαρύ Σάββατο της Πεντηκοστής (το Σάββατο του Ρουσαλιού) να είναι το ένα από τα μεγαλύτερα Ψυχοσάββατα του χρόνου. Και το τιμούσαν, μάλιστα, αποφεύγοντας να κάνουν δουλειές. Ιδιαίτερα οι νοικοκυρές απόφευγαν να πλύνουν και να ράψουν τη μέρα αυτή, επειδή πίστευαν πως αν έπλεναν θα ταλαιπωρούσαν τις ψυχές, ενώ αν έραβαν θα τις τρυπούσαν.

Σ’ όλα τα Ψυχοσάββατα ο Λαός μας και η Εκκλησία μας τελούν μνημόσυνα για τους νεκρούς, ενώ οι συγγενείς τους συνηθίζεται να προσφέρουν κόλλυβα ως ένδειξη ενός σπουδαίου θρησκευτικού συμβολισμού, αυτού της προσδοκώμενης «Ανάστασης των νεκρών».  Τα κόλλυβα είναι βρασμένο σιτάρι και, όπως το σιτάρι, ο σπόρος ο νεκρός, χώνεται στη γη και  βλασταίνει (ζωντανεύει) την άνοιξη και καρποφορεί, έτσι και οι νεκροί που μπήκαν στο χώμα θα αναστηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.

Ειδικά όμως στο Σάββατο του Ρουσαλιού ο λαός μας εκτός από μνημόσυνα, τρισάγια στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων, μοίρασμα κολλύβων και ελεημοσύνες στους φτωχούς («ψυχικό») έκανε και κάτι πραγματικά συγκλονιστικό και ανεπανάληπτο:

Σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι άνθρωποι, βασισμένοι στα έθιμα-δρώμενα ή απλά σε θρύλους και παραδόσεις που πέρασαν σ΄ αυτούς από τους παππούδες τους κι έχουν τις ρίζες τους σε αρχαίες δοξασίες, αυτή τη συγκεκριμένη ημέρα, πάνε στο νεκροταφείο για ν’ αποχαιρετίσουν από κοντά τους νεκρούς και να ζήσουν μαζί τους μια μέρα, όπως όταν ήτανε ζωντανοί. Έτσι, λοιπόν, ΟΛΟΙ όσοι ήτανε στο χωριό, μικροί - μεγάλοι, πηγαίνανε νωρίς το πρωί στο νεκροταφείο. Οι γυναίκες, από την προηγούμενη, είχανε ετοιμάσει τα κόλλυβα και τα πρόσφορα καθώς και διάφορους μεζέδες και μπουκάλες με κρασί. Όλα αυτά τα πήγαιναν το Σάββατο του Ρουσαλιού στο νεκροταφείο, άναβαν κεριά στα μνήματα, έστρωναν άσπρα τραπεζομάντηλα πάνω στους τάφους και τα έβαζαν πάνω, λες και έστρωναν τραπέζι χαράς. Μερικές φορές έσφαζαν κι ένα αρνί («αρουσαλίτη» το λέγανε) και το πήγαιναν στο νεκροταφείο ψητό, ολόκληρο. Ύστερα ερχότανε ο παπάς, γύριζε ένα-ένα τα μνήματα και διάβαζε ευχές και δεήσεις, μνημονεύοντας  όλους τους νεκρούς κάθε οικογένειας και αναπέμποντας τις ανάλογες παρακλήσεις και προσευχές. Μετά  οι γυναίκες μοίραζαν τα συχώρια (λίγα κόλλυβα κι ένα τετράγωνο κομμάτι καλοζυμωμένο πρόσφορο) και κατόπιν κάθε οικογένεια κι όλοι μαζί άρχιζαν να τρώνε και να πίνουν, να μιλάνε για τους νεκρούς τους και να  τους συγχωράνε και να χαίρονται για τις αναστημένες ψυχές. 

Κανείς δεν ένιωθε θλίψη, κανείς δεν λυπόταν, δεν έκλαιγε. Ήτανε  μέρα μια μέρα γιορτής, μια μέρα χαράς. Χαράς, που πήγαζε από την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, από την χριστιανική πίστη για την Ανάσταση. Κι ό,τι κάνανε οι παλαιοί των  Ελλήνων, δεν το κάνανε, δήθεν, συμβολικά. Ήτανε γι’ αυτούς πίστη ατράνταχτη πως σ’ αυτό το «γλέντι» έπαιρνε μέρος κι ο νεκρός, έτρωγε  μαζί τους και τσούγκριζε το ποτήρι του γεμάτο με κρασί κι αναγάλλιαζε με τούτη τη συντροφιά των συγγενών και των συγχωριανών του κι άκουγε τις κουβέντες τους και μίλαγε κι αυτός και μερικές φορές, τελείως αυθόρμητα, ερχότανε κι ένα τραγούδι που το λέγανε μαζί οι ζωντανοί με τους αποθαμένους  και σέρνανε και το χορό γύρω από τα μνήματα. Σε μερικά μέρη κάνανε και αγώνες, έτσι όπως κάνανε οι κλέφτες στα βουνά, και ρίχνανε το λιθάρι και παραβγαίνανε στο πήδημα. Πραγματικό πανηγύρι ζωής, δηλαδή.

Κι όταν όλα τελειώνανε και είχανε γίνει κατά πώς έπρεπε, αποχαιρετιούντανε οι ζωντανοί με τους νεκρούς  κι ευχούντανε «και του χρόνου» να ξαναβρεθούνε. Μάλιστα, ήταν τόση η λαχτάρα τους να δουν έστω και για μια στιγμή τις ψυχές των αγαπημένων τους που έφευγαν, ώστε μετά το τραπέζι και το καλό κατευόδιο που τους εύχονταν, κατά τις 12 το μεσημέρι, που πίστευαν πως αναχωρούσαν οι ψυχές από τον Πάνω Κόσμο, πήγαιναν σε πηγάδια και, κρατώντας  ένα καθρεφτάκι στο στόμιο των πηγαδιών, προσπαθούσαν, μέσα απ’ αυτό, να δουν τις ψυχές μέσα στο νερό, να φεύγουν σαν σκιές για το μακρινό τους ταξίδι. Και δεν ήτανε λίγοι  εκείνοι που έλεγαν πως είδαν την ψυχούλα την ώρα που έφευγε, γνέφοντάς τους «αντίο», σ’ εκείνα τα χρόνια των αθώων ανθρώπων με τις μεγάλες καρδιές. Κάτι βέβαια που σχετίζεται με την αρχαιοελληνική δοξασία, σύμφωνα με την οποία η κάθοδος των ψυχών στον Άδη γινόταν μέσα από το νερό.

Αργά το απόγευμα, όταν σήμαινε ο Εσπερινός, όλες οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία τις «λειτουργιές» ( πρόσφορα) από τις οποίες ο παπάς έκοβε  Άρτο και Αντίδωρα, για την Κυριακή της Πεντηκοστής. Όσες περισσεύανε, τις μοιράζανε  σε  διάφορες οικογένειες. Με τον εσπερινό του Ψυχοσάββατου τέλειωνε  η θρησκευτική γιορτή του Ρουσαλιού και οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι, με τις ψυχές ήσυχες, δυναμωμένες και αδερφωμένες, συνεχίζανε η κάθε μια το δρόμο της μέχρι ν’ ανταμώσουνε ξανά είτε στον Πάνω Κόσμο είτε στον Κάτω.

Την  άλλη μέρα, Κυριακή της Πεντηκοστής (ή της Γονατιστής κατά τον λαό) την ώρα της Γονυκλισίας πίστευαν πως εκτός των άλλων υποκλίνονταν και αποχαιρετούσαν μαζί και τις ψυχές που είχαν φύγει. Δεν έπρεπε κατά τη στιγμή εκείνη να έχουνε πρόσωπα θλιμμένα, για να μην δυσκολέψουνε με τη θλίψη τους τις ψυχές να επιστρέψουν ήσυχα στο Άδη. Παλαιότερα, κατά τη στιγμή της Γονυκλισίας, κρατάγανε και αναμμένα κεριά, για να φέγγουν στις ψυχές και να βρούνε ευκολότερα το δρόμο τους  εκεί στα σκοτάδια του Κάτω Κόσμου.

 

Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας στον Κάτου Κόσμο,

Κι  αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.

Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;

Που κι αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,

κι  αν τον αφήσω στα κλαριά τον παίρνουν τα πουλάκια.

Πού να    βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχωρισμό σου;

Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,

αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,

αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,

κι αν τα σφαλίσω στην καρδιά, γρήγορα σ’ ανταμώνω.

Δημοτικό

 

5-6-2020
Βαγγέλης  Μητράκος