Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/42591/

Spartorama - Print | «Γενοκτονία Ποντίων: Η συμμετοχή των Μπολσεβίκων», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Γενοκτονία Ποντίων: Η συμμετοχή των Μπολσεβίκων», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Γενοκτονία Ποντίων: Η συμμετοχή των Μπολσεβίκων», από τον Θεοφάνη Λάζαρη
«Απτή απόδειξη της βοήθειας των Μπολσεβίκων μεταξύ άλλων είναι το «Μνημείο της Πολιτείας» (Cumhuriyet Aniti) το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας Ταξίμ και ανεγέρθη το 1928 με προσωπικές οδηγίες του Μουσταφά Κεμάλ»
Οδός Εμπόρων

Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην πλευρά των ηττημένων ήταν η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, άλλη λιγότερο και άλλη πιο πολύ. Διατηρώντας την πολιτική τους αυτονομία μεταπολεμικά οι τρεις χώρες είχαν δυο βασικές επιδιώξεις: α) να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της πολεμικής τους ήττας όπου αυτό ήταν δυνατόν, β) να επανενταχθούν στο διεθνές σύστημα ως νόμιμοι κι ενισχυμένοι πόλοι του. Οι δυο παραπάνω στοχεύσεις είχαν ως αποτέλεσμα διπλωματικές διεργασίες και ανάπτυξη στενών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών. Στην περίπτωση των διμερών σχέσεων Ρωσίας – Τουρκίας οι σχέσεις αυτές επισφραγίσθηκαν με την πολύ σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που δόθηκε από τους Μπολσεβίκους προς τον Κεμάλ σε διάφορες φάσεις, με δεδομένη τη μεταστροφή της ρωσικής πολιτικής (όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Μπολσεβίκοι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917) προς την Τουρκία. 

Απτή απόδειξη της βοήθειας αυτής μεταξύ άλλων είναι το «Μνημείο της Πολιτείας» (Cumhuriyet Aniti) το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας Ταξίμ και ανεγέρθη το 1928 με προσωπικές οδηγίες του Μουσταφά Κεμάλ. Στην πρώτη σειρά του μνημείου δεσπόζει στο κέντρο ο Μουσταφά Κεμάλ πλαισιωμένος από δυο πολιτικούς και στρατιωτικούς συνεργάτες του, τον Ισμέτ Ινονού και τον Φεβζί Τσακμάκ. Στη δεύτερη σειρά πίσω και αριστερά από τον Κεμάλ αναπαριστώνται οι σοβιετικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες Μιχαήλ Φρούντζε και Κλιμέντιο Βοροσίλοφ

Ας δούμε όμως ποιο ήταν το σκεπτικό της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ως προς την Τουρκία. Η Μαύρη Θάλασσα με την τεράστια γεωστρατηγική σημασία της έπρεπε να «ασφαλιστεί» από τη Ρωσία έναντι ενδεχόμενης διείσδυσης των δυνάμεων της Αντάντ. Την εποχή εκείνη η Ρωσία δεν διέθετε ισχυρές ναυτικές δυνάμεις για να αποτελέσουν ισχυρό αντίπαλο δέος έναντι ιδιαίτερα της Βρετανικής ναυτικής ισχύος. Έπρεπε λοιπόν τα στενά των Δαρδανελλίων να βρίσκονται στην κατοχή μιας χώρας (Τουρκία) με την οποία η Σοβιετική Ρωσία να έχει οπωσδήποτε φιλικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή η παρουσία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία αντιμετωπίζεται από τη Σοβιετική Ρωσία ως εξάρτημα της Βρετανικής υψηλής στρατηγικής. 

Με δεδομένο το γεγονός ότι ο Βενιζέλος είχε πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως βασική στρατηγική του, τη σύμπλευση με τις βρετανικές επιδιώξεις προκειμένου να εξυπηρετηθούν και τα ελληνικά συμφέροντα γίνεται κατανοητή η αποφασιστικότητα με την οποία στράφηκαν οι Σοβιετικοί προς τους Τούρκους προκειμένου να εξουδετερωθεί μια διαφαινόμενη απειλή υπό το πρίσμα της δικής τους σκέψης. 

Έμπρακτη απόδειξη των παραπάνω είναι ότι στις 24 Δεκεμβρίου του 1919 πριν καν την έναρξη της Διάσκεψης των Παρισίων, ο σοβιετικός κομισάριος των εξωτερικών υποθέσεων Τσιτσέριν δήλωνε ότι οι Έλληνες θα προσπαθούσαν «να δημιουργήσουν ένα Μεγάλο Αρμενο-βυζαντινό κράτος στην Ανατολική και βόρεια Ανατολία» που θα αποσκοπούσε στο να διατηρήσει «ένα προπύργιο με άσβεστη τη φλόγα του καπιταλισμού στα σύνορα της Σοβιετικής Ρωσίας». 

Παράλληλα με τις διπλωματικές εργασίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων η κατοχή του Ανατολικού Πόντου από τα ρωσικά στρατεύματα από τον Απρίλιο του 1916 έως τον Φεβρουάριο του 1918 είχε ως αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτή από τους Ρώσους η τεράστια πολιτική και οικονομική κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκατοντάδες άνθρωποι πέθαιναν στις πόλεις και ο στρατός λιποτακτούσε στα βουνά και στα δάση λόγω των συνθηκών ανέχειας που βίωνε. 

Το Νοέμβριο του 1917 οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία και ο Λένιν σχημάτισε κυβέρνηση με «κομισάριο του λαού για τις εξωτερικές υποθέσεις» τον Λέον Τρότσκι. Βασική συνιστώσα της πολιτικής του ήταν να αφήσει ανυπεράσπιστα τα πολεμικά μέτωπα καλώντας τους στρατιώτες να γυρίσουν στα σπίτια τους ενάντια μάλιστα στις διαταγές των αξιωματικών τους. Με αυτά τα δεδομένα, έγινε η φυγή των ρωσικών στρατευμάτων από τον Ανατολικό Πόντο, αφήνοντας τους Πόντιους βορρά στις διαθέσεις του Κεμαλικού καθεστώτος. 

Στις 26 Απριλίου του 1920 ο Κεμάλ απηύθυνε την πρώτη του επιστολή στον Λένιν. Αφού περιέγραψε τις βασικές αρχές της πολιτικής του, πρότεινε τη διεξαγωγή κοινού αγώνα κατά των ξένων ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων, ζητώντας παράλληλα οικονομική βοήθεια ύψους 5 εκατομμυρίων χρυσών λιρών, πυρομαχικά, υγειονομικό υλικό, τρόφιμα για το στρατό και σύναψη διπλωματικών σχέσεων. 

Το καλοκαίρι του 1920 η πρώτη αποστολή όπλων (6.000 όπλα, 5 εκατομμύρια σφαίρες, 17.600 οβίδες) είχε φτάσει στην Τραπεζούντα, συνοδευόμενη από τον Χαλίλ πασά και τον αντιπρόσωπο της σοβιετικής κυβέρνησης Upman Angarski. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους παραδόθηκαν στους εκπροσώπους της κεμαλικής κυβέρνησης στο Ερζερούμ 200.6 κιλά χρυσού σε ράβδους, τη στιγμή μάλιστα που η ελληνική επίθεση στη Μικρά Ασία βρίσκονταν στο απόγειό της. Μετά από τη σημαντική στρατιωτική και οικονομική ενίσχυσή τους από τους Σοβιετικούς, οι Κεμαλικοί απειλούσαν την Ευρώπη με σφαγή των χριστιανικών πληθυσμών. 

Τον Δεκέμβριο επαναλήφθηκε η παράδοση χρυσού και όπλων. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1921 παραδόθηκε στον Τουαψή για λογαριασμό της κεμαλικής κυβέρνησης νέο στρατιωτικό υλικό (1.000 βόμβες, 1.000 γομώσεις, 1.000 εγκαιροφλεγείς πυροσωλήνες, 4.000 χειροβομβίδες κ.α.).

Η επισφράγιση της ρωσοτουρκικής συνεργασίας ήρθε στις 16 Μαρτίου 1921 όταν υπογράφηκε το Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφότητας που περιείχε την παραχώρηση των εδαφών του Καρς και Αρνταχάν στην Τουρκία και την παραίτηση της Σοβιετικής Ρωσίας από κάθε οικονομική απαίτηση απέναντι στην κεμαλική κυβέρνηση. Εκτός όλων αυτών, με τη συμφωνία αυτή η Τουρκία εξασφάλισε τα βορειοανατολικά σύνορά της αυξάνοντας την κυβερνητική της ισχύ που της επέτρεπε να βγει από τη διπλωματική απομόνωση και να καθιερωθεί ως ισότιμο μέλος στις διακρατικές συμφωνίες και στα δίκτυα της διεθνούς ισορροπίας. Την ίδια μέρα η Τουρκία έλαβε νέα στρατιωτική βοήθεια (32.275 τουφέκια, 57.986.000 φυσίγγια, 327 πολυβόλα κ.α.) τον Απρίλιο του 1921 η σοβιετική κυβέρνηση προσέφερε στον Τουρκικό Ερυθρό Σταυρό 30.000 χρυσά ρούβλια. Στις 29 Ιουνίου 1921 δόθηκε η δεύτερη δόση των 5.000.000 χρυσών ρουβλίων. 

Επιτυχία του Κεμάλ σε διπλωματικό επίπεδο ήταν και η υπογραφή Συνθήκης Φιλίας και Αδελφοσύνης με τη σοβιετική δημοκρατία της Ουκρανίας. Στα πλαίσια της Συνθήκης αυτής η σοβιετική κυβέρνηση της Ουκρανίας διόρισε τον Αύγουστο ως έκτακτο πρεσβευτή στην Άγκυρα τον Μ.Β. Φρούντζε με εντολή δήθεν να διαπραγματευτεί τους όρους της Συνθήκης. Ο πραγματικός του ρόλος ήταν να γίνει στρατιωτικός σύμβουλος του Κεμάλ και να συμβάλλει στη συνέχιση ακόμη μεγαλύτερης παροχής sστρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία. Η τοποθέτηση του Φρούντζε ανέβασε το ηθικό του στρατού με δεδομένη την επέλαση των Ελλήνων μέχρι εκείνη τη στιγμή. Χωρίς τη βοήθεια του Φρούντζε οι Κεμαλικοί δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο το 1922. Η νίκη των τουρκικών όπλων στο Σαγγάριο ήταν πρωτίστως νίκη των σοβιετικών όπλων. 

Στις 3 Οκτωβρίου 1921 παραδίδονται στην Τραπεζούντα δυο αντιτορπιλικά το «Ζιβόϊ» και το «Ζούτκιι». Ο κεμαλικός στρατός είχε επίσης στη διάθεσή του μεγάλες αποθήκες του ρωσικού στρατού στην περιοχή, γεμάτες με τρόφιμα και οπλισμό που είχαν εγκαταλειφθεί από το ρωσικό στρατό κατά την αποχώρησή του το 1918. 

Στις 19 Μαρτίου 1922 νέα μεγάλη στρατιωτική βοήθεια φτάνει στην Τουρκία με νηοπομπή που ξεκίνησε από το Καρς. Στις 4 Αυγούστου 1922 ο διπλωματικός εκπρόσωπος της Τουρκίας στην Τιφλίδα λάμβανε ενημέρωση για αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Άγκυρα. Αρχηγός της έκτακτης στρατιωτικής αποστολής ήταν ο Ριζά Νουρ. (60 πυροβόλα τύπου Krupp, 700 χιλιάδες χειροβομβίδες, 1.500.00 τυφέκια Τουρκίας, 1 εκατομμύριο τυφέκια Ρουμανίας, 1 εκατομμύριο τυφέκια Manlicher κ.α.). Ήταν ίσως τα τελευταία όπλα που στάλθηκαν στην Τουρκία και χρησιμοποιήθηκαν όλα εναντίον των Ελλήνων. 

Το σύνολο της στρατιωτικής βοήθειας ήρθε την πιο κρίσιμη στιγμή. Όπως προαναφέρθηκε υπήρχε έντονη πολιτική και οικονομική κρίση στο στρατό και στους πολίτες. Όπλα και χρήματα όμως επέτρεψαν στον Κεμάλ να ανασυντάξει τον στρατό και να εξαπολύσει την τελική του επίθεση έναντι των Ελλήνων. 

Ο Μ. Κίροφ πανηγυρίζοντας για τη συντριβή του ελληνικού στρατού στον Ινονού δήλωνε ότι η νίκη του Μ. Κεμάλ ήταν και δική τους νίκη. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Γ. Τσιτσέριν υποστήριζε περήφανος το 1923 στη Διάσκεψη της Λωζάννης: «Η νίκη της Τουρκίας ήταν το αποτέλεσμα του ηρωικού αγώνα του τουρκικού λαού, των Τούρκων χωρικών και βιοτεχνών που πήραν τα όπλα όταν οι ξένοι άρπαξαν την πατρίδα τους. Αλλά η νίκη της Τουρκίας είναι ταυτόχρονα και δική μας νίκη. Γιατί στην πάλη εναντίον της ξένης επιδρομής …. η Σοβιετική Δημοκρατία χρησίμευσε ως πολιτικός και ηθικός φάρος στην πάλη ζωής ή θανάτου των ανθρώπων αυτών. 

Ο Κεμάλ Ατατούρκ με θράσος φρόντιζε παράλληλα με τη γενοκτονία να κάνει διπλωματική αντεπίθεση. Η προσπάθειά του εστιάζεται στην ενοχοποίηση της Ελλάδας στα διεθνή κέντρα αποφάσεων παράλληλα με την υποβάθμιση των ελληνικών καταγγελιών για τις θηριωδίες που είχε πραγματοποιήσει εναντίον των Ελλήνων του Πόντου. Όπως διαπιστώσαμε όμως οι δηλώσεις των Σοβιετικών αξιωματούχων τον διευκόλυναν και σε αυτό το επίπεδο. Η κεμαλική απάτη όμως αποκαλύφθηκε με την έκθεση του Υφυπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Harmsworth ύστερα από εντολή της Κοινωνίας των Εθνών στις 13 Ιανουαρίου 1922. Στην έκθεσή του μεταξύ άλλων γράφει: «Δυσχερεστέρα είνε η κατάστασις των πραγμάτων εν τη περιπτώσει των τουρκικών ωμοτήτων κατά των μη Τούρκων κατοίκων, ήτοι των Ελλήνων, Αρμενίων και λοιπών. Και η χώρα και η εποχή των ωμοτήτων είναι μεγαλυτέρας εκτάσεως από της περιπτώσεως των υπό των Ελλήνων διαπραχθεισών ωμοτήτων. Η κακοποιηθείσα χώρα περιλαμβάνει το σύνολο της Ανατολής, του Πόντου, την Κιλικίαν και το Τουρκεστάν…». 

Υπό αυτές τις συνθήκες, τη μεταστροφή της ρωσικής πολιτικής αλλά και των δυνάμεων της Αντάντ προς υπεράσπιση των συμφερόντων τους (θα γίνει εκτενής αναφορά σε αφιέρωμα για τη Μικρασιατική Καταστροφή) οι Πόντιοι κλήθηκαν στην ουσία μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τη φρίκη του κεμαλικού καθεστώτος.

 

Θεοφάνης Λάζαρης

 

Πηγές:

  1. Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ.&Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ
  2. Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο Ρόλος των Σοβιετικών, Βασίλειος Λουμιώτης, Σταμάτης Πανουσάκης, Κωνσταντίνος Σμπρίλιο, Εκδόσεις Ινφογνώμων.

Φωτο άρθρου: Πλατεία Ταξίμ, Μνημείο Της Πολιτείας: Πίσω από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Φεβζί Τσακμάκ, στη δεύτερη σειρά, ο Μιχαήλ Φρούντζε (δεξιά) και ο Κλιμέντιος Βοροσίλωφ (αριστερά)