Vekrakos
Spartorama | Κάποτε στην «Παναΐτσα», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Κάποτε στην «Παναΐτσα», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 24/04/2020 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά Κοινωνία
Κάποτε στην «Παναΐτσα», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«...και η μεγάλη παρέα πιάστηκαν όλοι απ’ το χέρι αδερφωμένοι κι άρχισαν να χορεύουν εκεί πάνω στις κροκάλες του Ευρώτα, δίπλα από τα νερά που κυλάγανε και τραγουδάγανε κι αυτά...»
Οδός Εμπόρων

Κάθε χρόνο, πέντε μέρες μετά τη γιορτή του Πάσχα, τη λεγόμενη βδομάδα της «Διακαινισίμου», οι Σπαρτιάτες άφηναν τις δουλειές τους, έκλειναν τα μαγαζιά τους κι έπαιρναν το δρόμο για την «Παναΐτσα» του Κοκκινόβραχου, ένα παλαιό ξωκλήσι  πάνω από το δρόμο Σπάρτης - Σκούρας, στο μονοπάτι που οδηγεί, λίγο παραπάνω, στα Μενελάια και στο άλλο αγαπημένο ξωκλήσι, τον Αγιο – Λια.

Όσοι επέλεγαν να πάνε μέσω του Ευρώτα, περνούσαν από το Ψυχικό και τις «Βρυσούλες», κατηφόριζαν προς τον Ευρώτα, έβρισκαν το ξύλινο γιοφύρι που είχαν στήσει πάνω του, με την ξυλεία τους, οι οικοδόμοι που το «είχαν τάμα», περνούσαν απέναντι κι έφταναν στην Παναΐτσα. Μέσα σε κατάνυξη (άλλοι μέσα στο εκκλησάκι κι άλλοι απ’ έξω, κάτω από τον βαθύσκιο υπεραιωνόβιο πλάτανο), παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία, έπαιρναν, μετά, από τα χέρια του παπά το αντίδωρο και τον Άρτο, έπαιρναν και Αγίασμα από το φρέαρ που υπήρχε μέσα στο Ιερό (εξ ου και η ονομασία του ναϊδρίου), περίμεναν να γίνει η κλήρωση των δώρων της λαχειοφόρου αγοράς που γινόταν για την ενίσχυση του ναού (πολλές φορές μεταξύ των δώρων ήταν και η βάφτιση παιδιού που το είχε τάξει η μάνα του στην Παναγία αλλά και κάποιο αρνί) και ύστερα απλώνονταν στις γύρω ψησταριές  και τις αυτοσχέδιες υπαίθριες «ταβέρνες» πάνω στο πράσινο χορτάρι και κάτω από τις ελιές, για να πάρουν νόστιμα καλοψημένα σουβλάκια ή  ένα μαγειρεμένο μεζέ κατευθείαν από την κατσαρόλα, να πιουν μπίρα, κρασί και αναψυκτικά που πάγωναν μέσα σε βαρέλια με πάγο, να αγοράσουν τα παιδάκια παιχνίδια από τους βιοπαλαιστές πλανόδιους που έστηναν εκεί αυτοσχέδιους πάγκους και να ευφρανθεί η ψυχή τους σ’ αυτό το παραδοσιακό ελληνικό πανηγυράκι, μέσα στην ανείπωτη ομορφιά της ελληνικής φύσης, με τη μαγευτική θέα της λακωνικής κοιλάδας και του Ταΰγετου αντικρύ να «κλέβουν» τα βλέμματα και να σε κάνουν σιωπηρά να αναφωνείς: Σε τι παράδεισο, Θεέ μου, μας έβαλες να ζήσουμε»;

Κι ύστερα, στην επιστροφή, πολλοί προσκυνητές να κάθονται με τις οικογένειες και τις παρέες τους κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα στις όχθες του Ευρώτα, να στρώνουν καθαρά τραπεζομάντηλα πάνω στη χλόη, να απλώνουν τα καλούδια που είχαν ετοιμάσει από το σπίτι οι νοικοκυράδες, να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδάνε, να χορεύουν και να «αγαπιούνται» μέχρι που ο ήλιος κόντευε τις κορφές του Ταΰγετου.

Αυτά (και άλλα πολλά) θυμήθηκα, βρίσκοντας στο συρτάρι μου τούτες τις παλιές φωτογραφίες του ’50, που δείχνουνε μια μεγάλη παρέα (άντρες, γυναίκες και παιδιά) από το Νέο Κόσμο πάνω στο γεφυράκι του Ευρώτα να χαμογελάνε στο φωτογράφο  και μερικοί να τσουγκρίζουνε τα κόκκινα αυγά του Πάσχα που είχανε πάρει στις τσέπες τους κατά το έθιμο της ημέρας.

Κι αν απορείτε «πού βρέθηκε ο φωτογράφος μέσα στην ερημιά;» μάθετε πως τότε οι φωτογράφοι ήτανε μεροκαματιάρηδες οικογενειάρχες που με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι «έτρεχαν» από το πρωί ως το βράδυ, στις γειτονιές, τις πλατείες και τους δρόμους της Σπάρτης αλλά και σε γιορτές και τοπικά πανηγύρια όπου ξέρανε ότι θα βρουν κόσμο, προκειμένου να τραβήξουν φωτογραφίες και να βγάλουν το μεροκάματο αφού τότε κανείς δεν είχε δική του φωτογραφική μηχανή για να κρατήσει ενθύμια από τη ζωή του.

Η ίδια «νεοκοσμίτικη» συντροφιά, αφού διάβηκε τον Ευρώτα, βρήκε μπροστά της μια κομπανία με μια κιθάρα και ένα μεγάλο τούμπανο!!!

Και μη ρωτήσετε, πάλι «Πού βρέθηκε η κομπανία μέσα στην ερημιά;», γιατί όλοι οι παλιοί ξέρουνε και θυμούνται πως ό,τι κάνανε οι φωτογράφοι κάνανε και οι κομπανίες όταν ήτανε μια γιορτή κι ένα πανηγυράκι, που ο κόσμος ήθελε να ξεδώσει.

Και τότε ένας από την παρέα έβαλε το χέρι στη τσέπη, έβγαλε «χαρτούρα» και παράγγειλε στην κομπανία: «Παίξτε ένα καλαματιανό»! Κι εκείνοι παίξανε και τραγουδήσανε ένα καλαματιανό και η μεγάλη παρέα πιάστηκαν όλοι απ’ το χέρι αδερφωμένοι κι άρχισαν να χορεύουν εκεί πάνω στις κροκάλες του Ευρώτα, δίπλα από τα νερά που κυλάγανε και τραγουδάγανε κι αυτά, πλάι στις ροδοδάφνες, τις ιτιές και τα πλατάνια που χόρευαν κι αυτά με το φύσημα του ανοιξιάτικου αγέρα.

Τι να πεις για κείνους τους ανθρώπους του «τότε» που είχε η ψυχή και η καρδιά τους τόσο πολύ ζυμωθεί από τα βάσανα και τους καημούς που μποράγανε να βρίσκουνε χαρά από το τίποτα, να εκτιμάνε και να χαίρονται κάθε ομορφιά της ζωής, όσο μικρή και αν ήτανε, όσο ασήμαντη κι αν έδειχνε.

Αυτά, και άλλα πολλά, μ’ έκαναν να θυμηθώ τούτες οι δυο παλιές φωτογραφίες που βρήκα στο συρτάρι μου, σήμερα 24 του Απρίλη 2020, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, μέρα που δεν μπορέσαμε να τη γιορτάσουμε και να τη χαρούμε, κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας, λόγω των μέτρων της επιδημίας του «κορονοϊού». 

Χρόνια πολλά και του χρόνου …λεύτεροι!!! 

 

24-4-2020
Βαγγέλης  Μητράκος





  



Οδός Εμπόρων