Vekrakos
Spartorama | «Άη μου Γιώργη Αφέντη μου Γληγοροκαβαλάρη…», από τον Ιωάννη Μητράκο

«Άη μου Γιώργη Αφέντη μου Γληγοροκαβαλάρη…», από τον Ιωάννη Μητράκο

Spartorama 21/04/2020 Εκτύπωση Άρθρα Εκκλησία Ιστορία
«Άη μου Γιώργη Αφέντη μου Γληγοροκαβαλάρη…», από τον Ιωάννη Μητράκο
«Οι Τούρκοι ευλαβούνται τον Αη-Γιώργη και τιμούν τη μνήμη του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά που βρίσκεται στην Πρίγκηπο του Μαρμαρά»
Οδός Εμπόρων

Ένας από τους πιο αγαπημένους και λαοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας είναι ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, που η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Απριλίου. Κάποιες χρονιές, όμως, η γιορτή του μετακινείται, όταν πέφτει πριν το Πάσχα και γιορτάζεται τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, για το λόγο ότι τα εκκλησιαστικά τροπάρια του Αγίου Γεωργίου περιέχουν αναστάσιμα λόγια που δεν είναι δυνατό να ψαλθούν πριν από την Ανάσταση του Χριστού. 

Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν όσον αφορά το χρόνο της γέννησης του αγίου. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι πρέπει να γεννήθηκε ανάμεσα στα έτη 275 – 285 μ.Χ. στην περιοχή της Αρμενίας. Γονείς του ήταν ο Καππαδόκης  Έλληνας Συγκλητικός Γερόντιος, που είχε το αξίωμα του στρατηλάτη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, και μητέρα του ήταν η χριστιανή Πολυχρονία που καταγόταν από την πόλη Λύδδα της Παλαιστίνης. Ο Γεώργιος ορφάνεψε από πατέρα σε μικρή ηλικία και γι’ αυτό μετοίκησε με τη μητέρα του στη γενέτειρά της.  

Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό, όπου διακρίθηκε και γι’ αυτό έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου (χιλίαρχου). Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, αργότερα, τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα των Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς.  

Το έτος 303 άρχισαν οι σκληροί διωγμοί του Διοκλητιανού κατά των χριστιανών. Ο Γεώργιος θαρραλέα ομολόγησε τη χριστιανική πίστη του, προκαλώντας την οργή του αυτοκράτορα λόγω των αξιωμάτων και της εύνοιας που είχε ως τότε. Ο Διοκλητιανός προσπάθησε στην αρχή να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει τάζοντάς του γη, πλούτη και δούλους και όταν απέτυχε τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση τον λόγχισαν, του ξέσκισαν τις σάρκες σε τροχό με μαχαίρια, τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη που έβραζε και τον υποχρέωσαν να φορέσει πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Ο Γεώργιος άντεξε όλες αυτές τις απάνθρωπες δοκιμασίες κι ο Θεός τον κράτησε θαυματουργικά ζωντανό. Στο τέλος οι δήμιοί του τον αποκεφάλισαν. Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο ήταν Παρασκευή της Διακαινησίμου, 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ..  Την επόμενη ακριβώς ημέρα μαρτύρησε και η αγαπημένη του μητέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του κυρίου του, παρέλαβε τα δύο λείψανα και τα μετέφερε για ενταφιασμό στη Λύδδα.  

Η ακλόνητη πίστη του Γεωργίου έγινε αφορμή για να ασπαστούν το χριστιανισμό οι Ρωμαίοι στρατιωτικοί Ανατόλιος, Πρωτολέων, Βίκτωρ, Ακίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνωνας, Χριστόφορος, Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος που η μνήμη τους εορτάζεται στις 20 Απριλίου, καθώς και η αυτοκρατόρισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους υπηρέτες της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, που η μνήμη τους εορτάζεται στις 21 Απριλίου. 

Ύστερα από το μαρτυρικό τέλος του αγίου Γεωργίου εκτελέστηκαν οι συνδέσμιοί του στη φυλακή Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις, των οποίων τη μνήμη τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Είναι καταφανές ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του αγίου Γεωργίου δημιουργήθηκε μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας ένας μικρός εορτολογικός κύκλος, από τον οποίο τεκμαίρεται η περίοπτη θέση του νεαρού στρατιωτικού Αγίου στη ζωή της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη υμνογραφία κοσμεί τη μορφή του Αγίου Γεωργίου με τις ποιητικές εκφράσεις: «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».

Στην περίοδο των σταυροφοριών το λείψανο του Αγίου κλάπηκε και μεταφέρθηκε στη Δύση, όπου έγινε πολύ δημοφιλής ιδίως στους κύκλους των ιπποτών. 

Σύμφωνα με την Παράδοση ο Αη-Γιώργης σκότωσε τον φοβερό δράκοντα που φύλαγε μια πηγή κοντά στη Σιλήνα της Λιβύης και δεν άφηνε τους ανθρώπους να πάρουν νερό, εκτός κι αν του πρόφεραν με κλήρο κάποιο θύμα για να το φάει.Εξοντώνοντας το δράκο ο Αη-Γιώργης έσωσε τη βασιλοπούλα που είχε κληρωθεί  ως εξιλαστήριο θύμα. 

Ο μήνας Απρίλιος, σε όλη την Ελλάδα, ονομάζεται και «Αη-Γιώργης» ή «Αη-Γιωργίτης». Η ημέρα της εορτής του Αγίου θεωρείται ως αφετηρία για διάφορες γεωργικές εργασίες και στα παλιά χρόνια σε πολλά μέρη γινόταν το Κουρμπανι η τελετουργική σφαγή ζώων και η διανομή του κρέατος σε κοινή εστίαση. 

Στη Θράκη την παραμονή της εορτής του Αη-Γιώργη μάζευαν τσουκνίδες και τις έβαζαν στην πόρτα του σπιτιού γιατί  «τη νύχτα λένε πως βγαίνει το «τζάντι» (= δαιμόνιο) και παίρνει το «ούρι» (= ευτυχία του σπιτιού)».

Στη Σύμη το βράδυ της παραμονής άναβαν φωτιές και τις πηδούσαν τραγουδώντας: «έξω ψύλλοι και κοριοί και μεγάλοι ποντικοί», για να κρατήσουν το σπίτι τους καθαρό. 

Στο Νέο Σούλι Σερρών γινόταν αναπαράσταση της νίκης του Αγίου στην πάλη του με το δράκο. Δυο μαυροφορεμένες κοπέλες οδηγούσαν τη βασιλοπούλα στην πλατεία του χωριού στην οποία είχε τοποθετηθεί το ομοίωμα του δράκου. Ένας νεαρός καβάλα σε άσπρο άλογο κατάφτανε με το κοντάρι στο χέρι, σκότωνε το δράκο κι έσωζε την κοπέλα. Ακολουθούσε γλέντι με παραδοσιακό φαγητό, κρασί και χορό. 

Στην ανατολική Λήμνο η γιορτή του Αη-Γιώργη τιμάται με λαμπρότητα από πλήθος πιστών. Κάθε χρόνο στο χωριό Καλλιόπη αναβιώνει το έθιμο των ιπποδρομιών, που έχει τις ρίζες του στην τουρκοκρατία. Την εποχή εκείνη μάλιστα συμμετείχαν δύο ομάδες: μία χριστιανών και μία μουσουλμάνων. Οι καβαλάρηδες φορούν στο λαιμό χαρακτηριστικό κόκκινο μαντήλι και ο νικητής στεφανώνεται στο προαύλιο του ναού του Αγίου Γεωργίου και βραβεύεται με ένα συμβολικό χρηματικό ποσό. Κατόπιν πρώτος αυτός ανοίγει το χορό στο πανηγύρι που διοργανώνεται στην πλατεία του χωριού. 

Στην Αράχοβα της Ρούμελης γίνεται τριήμερο πανηγύρι για να τιμηθεί ο πολιούχος της Αη-Γιώργης. Οι κάτοικοι γιορτάζουν φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές τους και με κατάνυξη παρακολουθούν τη λιτανεία της εικόνας του Αγίου στους δρόμους της κωμόπολης, ενώ κωδωνοκρουσίες και κρότοι εκρηκτικών  δονούν την ατμόσφαιρα. Στη διάρκεια του τριήμερου πανηγυριού αναβιώνουν παλιά έθιμα, αθλητικοί αγώνες και πάλη, ενώ τις εντυπώσεις κλέβουν οι γέροντες που αγωνίζονται στην ανάβαση του ανηφορικού δρόμου πάνω από την εκκλησία. Στο τέλος της γιορτής στο προαύλιο του ναού στρώνεται ένα μεγάλο τραπέζι και το γλέντι «ανάβει» με παραδοσιακούς ρουμελιώτικους χορούς. 

Τα κατορθώματα του Αη-Γιώργη τα παρέλαβε η λαϊκή μούσα και τα έκανε τραγούδι. Το τραγούδι του που μιλάει για τη δρακοκτονία και τη διάσωση της βασιλοπούλας, σύμφωνα με το μεγάλο λαογράφο μας Νικόλαο Πολίτη, απηχεί την ανάμνηση του αρχαίου μύθου του Περσέα και της Ανδρομέδας, όπως αυτός διασώθηκε στα μέρη της Καππαδοκίας που θεωρείται ως κοιτίδα του τραγουδιού. 

Ο Λάκωνας Άγις Θέρος στο βιβλίο «Τα τραγούδια των Ελλήνων» καταγράφει μία παραλλαγή από τη Σκύρο, που αρχίζει μ’ αυτά τα λόγια: 

«Άη μου Γιώργη, αφέντη μου, γληγοροκαβαλάρη

Αρματωμένε με σπαθί τσαι μ’ αργυρό κοντάρι,

Στη δόξα τσαι στη δύναμη, θέλου να σ’ ανθιβάλω.

Που σκότωσε το λέοντα, το δράκο το μεγάλο».

 

Η αείμνηστη Δόμνα Σαμίου είχε καταγράψει μια άλλη παραλλαγή που χορεύεται στη Σκιάθο ως ένα πασχαλινό τραγούδι στα βήματα του χορού «καμάρα» μόνο από γυναίκες στην αρχή: 

«Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη,

αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.

Στη δόξα και στη δύναμη θέλω να σ’ αθιβάλω (αναφέρω, μνημονεύω)

για το θεριό που σκότωσες τον λέων το μεγάλο,

που τό ’χαμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι

κι ανθρώπους το ταΐζανε, πάσα πρωί και βράδυ».

 

Στην Καππαδοκία το τραγούδι ξεκινούσε έτσι:

 

«Α’ Γιωρ - Α΄Γιωρ αφέντη  μου κι αφέντη καβαλάρη!

Αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,

άγγελος είσαι στη θωριά κι’ Άγιος στη θεώτη!

Παρακαλώ Σε, βόηθα μας, Άγιε στρατιώτη!

Από το άγριο θεριό, τον δράκοντα, μεγάλο,

που δεν αφήνει άνθρωπο, κάθε πρωί και άλλο…».


Στην Κύπρο υπάρχει μια παραλλαγή που τη συμπεριέλαβε στη Συλλογή του ο Άγις Θέρος κι αναφέρει μεταξύ άλλων:


«Μέγας στρατιώτης εβγήκε απ’ την    Καππαδοκία,

βλέπει την κόρη κάθουντα κλαμένη βρουχισμένη.

εμπρός στη βρύση βρίσκεται πεύκος και κυπαρίσσι,

με δάκρυα κι αναστεναγμούς χάμαι τη γη ποτίζει.

-Γεια σου, βασιλοπούλα μου. Τι έχασες, τι γυρεύκεις;»


Σε άλλη κυπριακή παραλλαγή αναφέρονται αυτά:


«Αη Γιώρκης - Ώρα καλή σου λυερή, ώρα κάλη τζαι γειά σου

μούσκους τζαι ροδοστέφανα στα καμαρόφρυά σου!

τσ’ ίντα γυρέφκεις λυερή στου δράκου το πηγάδιν

του δράκοντα του πονηρού να φκει τζαι να σε φάει;

Πριγκίπισσα -Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δεν φτάνω

άθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον

έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήταν το γραφτόν μου

μες την τζιοιλιάν του δράκοντα να κάμω το ταφκιόν μου»


Από την περίοδο της εικονομαχίας (726 μ.Χ. - 842 μ. Χ.) ο Άγιος Γεώργιος απεικονιζόταν ως πολεμιστής, κυρίως στην περιοχή της Καππαδοκίας, στην οποία η στρατιωτικοί Άγιοι λατρεύονταν  ιδιαίτερα. Η εικόνα του κατείχε προεξέχουσες θέσεις λ.χ. στις εισόδους των ναών, έμπροσθεν του ιερού και στην αψίδα.

Ο Άγιος Γεώργιος υιοθετήθηκε ως προστάτης άγιος του βυζαντινού στρατού από τους αυτοκράτορες Νικηφόρο Φωκά (963 μ.Χ. - 969 μ. Χ.), Ιωάννη Τσιμισκή (969 μ.Χ. - 976 μ.Χ.) και Βασίλειο Β΄(976 μ.Χ. - 1025 μ.Χ.). Στο Praecepta Militaria (μεσοβυζαντινό στρατιωτικό εγχειρίδιο), που αποδίδεται στο Νικηφόρο Φωκά προβλέπονταν καθημερινές προσευχές των στρατιωτών και στον Άγιο Γεώργιο. Στον Κανόνα που συνέταξε ο Γεώργιος Σκυλίτζης ζητείται η αρωγή του Αγίου, προκειμένου ο αυτοκρατορικός στρατός να νικήσει τους εχθρούς του (Σκύθες, Πέρσες, Βαρβάρους).

Ο Άγιος Γεώργιος τιμάται και από τους μουσουλμάνους που τον συγχέουν με τον Χιδίρ ή Χιζίρ που ήταν, κατ’ αυτούς, προφήτης σύγχρονος του Μωυσή. Οι Τούρκοι ευλαβούνται τον Αη-Γιώργη και τιμούν τη μνήμη του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά που βρίσκεται στην Πρίγκηπο του Μαρμαρά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο χιλιάδες Τούρκοι, όλων των φύλων και των ηλικιών, ανεβαίνουν προς το μοναστήρι, κρατώντας στα χέρια τους καρούλια κλωστής που την ξετυλίγουν αμίλητοι, καθ΄ οδόν, μέχρι να φτάσουν στην είσοδο της εκκλησίας. Πιστεύουν πως μόνο έτσι θα εισακουστεί η προσευχή τους προς τον Άγιο και θα πραγματοποιηθεί το αίτημά τους π.χ. για καλύτερη εργασία, θεραπεία από ασθένεια, αγορά κατοικίας κλπ. 

Το μοναστήρι του Αη-Γιώργη του Κουδουνά, σύμφωνα με την Παράδοση, ιδρύθηκε το έτος 963 επί αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά. Η εικόνα του Αγίου δόθηκε ως δώρο από τη γυναικεία μονή της Ειρήνης της Αθηναίας. Το 1204 η Μονή δέχθηκε επιδρομή από τους Σταυροφόρους και το 1302 καταστράφηκε από φωτιά. Οι μοναχοί κατάφεραν κατάφεραν να διασώσουν κειμήλια και την εικόνα του Αγίου, τα οποία στη συνέχεια τα έκρυψαν σε μια δυσπρόσιτη περιοχή. Η εικόνα βρέθηκε από έναν βοσκό, ο οποίος είδε στο όνειρο του τον Άγιο και του είπε  ότι η εικόνα του είναι εκεί όπου θα ακούσει να χτυπούν τα κουδούνια. Έτσι κι έγινε. Από τότε, δίνονται, ως ευλογία, στους προσκυνητές που φθάνουν στη Μονή κουδουνάκια.

 

Γιάννης Μητράκος

 

Φωτο άρθρου: Αγιογραφία του Αγίου Γεωργίου, έργο του Κρητικού Άγγελου Ακοτάντου, 15ος αιώνας.  

 

Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά στην Πρίγκηπο

 


Τουρκάλες τυλίγουν τις κλωστές με τα τάματά τους στον Αη-Γιώργη τον Κουδουνά  


 


Οδός Εμπόρων