Με αφορμή τον θάνατο του καλλιτέχνη αναλύει το κίνημα Arte Povera
Θυμάμαι τη συγκίνησή μου, όταν είδα έργο του στην Tate
Modern στις μόνιμες συλλογές, ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης. Ανασύρω από τις σημειώσεις μου (έκθεση στο Μουσείο
Κυκλαδικής Τέχνης, Απρίλιος-Οκτώβριος 2012)· κείμενο που είναι γραμμένο δι΄εαυτήν, αλλά μπορεί και κάποια/κάποιον από τους φίλους μου να ενδιαφέρει. Μνήμη Γιάννη Κουνέλλη (Arte Povera) Η Άρτε Πόβερα παρουσιάζεται ως αντίδραση στην Ποπ Αρτ. Τι
είναι η Ποπ Αρτ; Αυτός ο εντυπωσιακός κόσμος της κατανάλωσης (η Μαίριλυν, το
σούπερ μάρκετ, η κονσέρβα, ο Έλβις, η ροκ, ο κινηματογράφος, ο Γουόρχολ). Με
θαμπώνει, με έλκει. Ξέρω ότι με εκμεταλλεύεται αλλά εξακολουθεί να μου αρέσει
και εξακολουθώ να τον καταναλώνω. Ο κόσμος αυτός εισβάλλει στην Ευρώπη από την Αμερική. Η
Ευρώπη μόλις έχει βγει από έναν πόλεμο που ανέτρεψε τις αξίες της. Αυτή η
πολιτισμένη Ευρώπη σφαγίασε η μισή την άλλη μισή. Πού είναι αυτό για το οποίο
επαίρετο, ο πολιτισμός της, δηλαδή; Εποχή του υπαρξισμού, τίθενται ερωτήματα, διαβάζεται ο Καμύ
και ο Σαρτρ. Θα ακολουθήσει σε λίγο ο Μάης του ’68. Η Άρτε Πόβερα, λέει «όχι» σε όλο αυτό, που είναι ξένο και
είναι και απάνθρωπο. Μαθαίνω να πετάω, τα ρούχα, τα παπούτσια, τον άλλον
άνθρωπο, μαθαίνω να λογαριάζω με νούμερα, με αριθμούς. Ο άνθρωπος εξελίσσεται
κι αυτός σε έναν αριθμό. O Kουνέλλης, λοιπόν, το διαισθάνεται όλο αυτό και λέει «όχι»
(και λέω «διαισθάνεται», γιατί ζει τη δεκαετία του εξήντα, τη δεκαετία του
«θαμπώματος», τώρα βέβαια η διαίσθηση είναι πια αίσθηση). Θα κάνω τέχνη με το
παλιό, το χρησιμοποιημένο, με τα τσουβάλια της Μεσογείου που κουβαλάνε ανάσες,
ιδρώτα, μόχθο, μυρουδιές εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Και μάλιστα σ’ αυτό
τον χώρο (το Μέγαρο Σταθάτου) που «φωνάζει» αυτή την αντίθεση ακόμη
περισσότερο. Πώς να προσεγγίσω κάτι που δεν είναι χρώμα και δεν
λειτουργεί ως σημαίνον για να με παραπέμψει σε κάτι σημαινόμενον; Πώς μπορώ,
δηλαδή, να οδηγηθώ από αυτό που βλέπω σε κάποιους νοητικούς συσχετισμούς ώστε
να το κατανοήσω; Θα το σπάσω λοιπόν στα μέρη του. Επειδή ως σύνολο δεν μπορώ να
το κατανοήσω ως σημαίνον που οδηγεί σε κάποιο σημαινόμενο, θα το σπάσω στα μέρη
από τα οποία αποτελείται. Ένα παράδειγμα: Τι έχω στο συγκεκριμένο έργο; Τσουβάλια,
κάρβουνο, εφημερίδες, γύψος. Τσουβάλι. Τι καταλαβαίνω με την έννοια τσουβάλι; Τι είναι το
τσουβάλι; Για να αποθηκεύω, να εμπορεύομαι πράγματα. Άρα οδηγούμαι στις έννοιες
της φύλαξης, της ασφάλειας, αλλά και του αποθέματος που μπορώ να εμπορευθώ. Και
όταν εμπορεύομαι, τι γίνεται; Πλουτίζω με τις πολλές σημασίες της έννοιας:
Πλουτίζω υλικά αλλά και πνευματικά, γιατί ανοίγει το μυαλό μου. Το τσουβάλι
μπορεί να με παραπέμψει επίσης σε χρονικούς και «ταξικούς» συσχετισμούς. Το
παιδί που ερχόταν κάποτε σχολείο με το τσουβάλι και τώρα με την επώνυμη σάκα. Ή
ακόμη χειρότερα το τσουβάλι – όλος αυτός ο μόχθος – που γίνεται χαλάκι για να
σκουπίζουμε τα πόδια στην εξώπορτα. Κάρβουνο. Όλη η βιομηχανική επανάσταση είναι κάρβουνο. Το
ότι είμαι εδώ, ως δυτικός άνθρωπος σήμερα, είναι κάρβουνο. Είναι και το
κάρβουνο που ψήνω («παϊδάκια στα κάρβουνα»), είναι και όλα τα κάρβουνα της
όποιας καταστροφής, αλλά είναι κι εκείνος που δουλεύει στα ανθρακορυχεία, είναι
όλος ο απάνθρωπος μόχθος. Αρχαία πρόσωπα: Τα έφτιαξαν για να δώσουν μορφή στις έννοιες
που καθόριζαν τη δική τους κοινωνία. Τι να τα κάνω εγώ σήμερα; Θα το αγοράσει ο
τουρίστας, αλλά και ο Έλληνας ως μέσον επαναπροσδιορισμού του και σύνδεσής του
με το παρελθόν του. Μέσω αυτών λοιπόν των καταλοίπων του παρελθόνος επιχειρώ να
συνδεθώ και εκ νέου να αυτοπροσδιοριστώ. Είναι γύψος, είναι πολλαπλό, είναι
αντίγραφο. «Ομιλεί» η διαδικασία, επομένως, του «αντίγραφου», του μη
αυθεντικού, του φαίνεσθαι. Και πώς είναι τοποθετημένα όλα αυτά; Σε ένα σωρό!
Μετακόμιση; Σκουπίδια; Εμπορεύσιμα είδη τυλιγμένα σε εφημερίδες; Διαβάζω τις
εφημερίδες: Φράσεις που συνδέουν αυτό το τότε με το τώρα. Η ανάγνωση του έργου: Τι συνέβη τώρα; Όλα τα μέρη εξ ων
συντίθεται το έργο μας οδήγησαν, πυροδότησαν, μας ώθησαν σε μία κατάδυση στην
προσωπική και συλλογική μνήμη. Από πολλούς δρόμους μας ταξίδευσαν.
Δημιουργήθηκαν αόρατες γέφυρες σύνδεσης του τότε και του τώρα, του ατομικού και
συλλογικού, της ύλης και του νου και της σκέψης. Όλο, λοιπόν, αυτό αντιτίθεται
στην έτοιμη εικόνα της ποπ αρτ. Εγώ κρατώ μιαν εικόνα που έχει μνήμη, που έχει ιστορία,
που έχει πόνο, που έχει προσωπικές αναφορές. Πολεμιέται έτσι το ανιστορικό στην
τέχνη και τη ζωή, πολεμιέται η «πάθηση της επιλησμοσύνης». Η καινούργια λαμπερή
εικόνα μας οδηγεί στη διαγραφή, πολύ σύντομα, ακόμη και των σημαντικών που
πρέπει να κρατήσουμε (είναι το «γυρίζουμε σελίδα» του δελτίου ειδήσεων). Η
«ανάγνωση» δημιουργεί πολλαπλές γέφυρες. Η Άρτε Πόβερα, λοιπόν, δεν έχει ανάγκη να δημιουργήσει κάτι
διακοσμητικά ωραίο, αλλά επιθυμεί να κινητοποιήσει τη μνήμη. Και αυτό το
επιχειρεί με κοινά, φθαρμένα υλικά, τα οποία συνθέτει με ορισμένο τρόπο. Εδώ η
διάταξη του κύκλου (και μόνο αυτή μπορεί να παραπέμψει από την ορχήστρα του
θεάτρου έως τη δημοκρατία που απόλυται), μια εστία, απέναντι από μια άλλη εστία
(το μαρμάρινο, χειροποίητο τζάκι του σπιτιού), στο Μέγαρο Σταθάτου, στην Αθήνα
του 2012. Επομένως, τώρα έχω τη «γλώσσα», ή έστω κάποιες «λέξεις» προσέγγισης
του έργου, το οποίο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Μνήμα: Ο θάνατος, δεν παραπέμπει σε κανένα «μετά», ωστόσο η
τοποθέτηση της πλάκας πάνω στο χώμα, με ωθεί να σκεφτώ τις διεργασίες που
γίνονται από κάτω, κάτω από την πλάκα, διεργασίες που έρχονται από τη γη.
[Συζήτηση περί θανάτου: α) στην αρχαία Αίγυπτο και την Ελλάδα. β) Δια μέσου
Οδυσσέα Ελύτη: Όταν η ομορφιά κάνει ένα βήμα μπροστά, ο θάνατος κάνει ένα βήμα
πίσω. Η αντιμετώπιση του θανάτου από τους Έλληνες. Ο μόνος ίσως λαός που δεν
άφησε παρακαταθήκη για το «μετά»]. Ρόθκο: Η «εικαστική» επιφάνεια στην αποπνευμάτωση του έργου
του Ρόθκο, αλλά εδώ το χρώμα αποτελεί προϊόν φυσικής διεργασίας. Μπροστά στην
πόρτα, αμπαρωμένο με ανθρώπινα μέλη (ο θρυμματισμός του εαυτού) που εμποδίζει
την είσοδο του έξω στο μέσα. Το μαχαίρι: κόβω για να τραφώ (κόβω το ψωμί που παραπέμπει
σε άλλες μνήμες), αλλά είναι και όργανο απειλής (να σκοτώσω κάποιον) αλλά και
αυτοκαταστροφής (να σκοτωθώ). Και ως όργανο καταστροφής είναι τρομακτικό από
την άποψη ότι δεν είναι παρά προέκταση του χεριού που μπορεί να το κινήσει το
πάθος. Ο τρόπος με τον οποίο είναι κρεμασμένο το μαχαίρι (με ένα σχοινί, και το
μαχαίρι εφάπτεται και δεν εφάπτεται με το δάπεδο) λειτουργεί και ως νήμα της
στάθμης. Πού παραπέμπει ένα νήμα της στάθμης; Στο ίσιο, στο δίκαιο. Είναι αυτές
έννοιες που τις έχουμε ανάγκη σήμερα; Είναι αυτές έννοιες που υπάρχουν, το
2012, εκεί έξω; Απέναντι σχεδόν μάλιστα από τη Βουλή; Τα παλτά: Τα παλτά κρεμασμένα στην είσοδο, στο διάδρομο των
παλιών σπιτιών. Από τα παλτά αντιλαμβανόταν κανείς τους ανθρώπους που είναι στο
σπίτι, ακόμη και τον λόγο της επίσκεψης. «Αυτοί που έρχονται να ακούσουν κάτι
και αφήνουν τα παλτά στον τοίχο. Ένας υποθετικός χειμώνας», λέει ο Κουνέλλης.
Κρύο! Είναι υποθετικός ο χειμώνας; Εκεί έξω, ακόμη και στη ζέστη, κάνει κρύο.
Παραπέμπει και στα αρχαία αγγεία, στην εκφορά, σχεδόν στις πανομοιότυπες
φιγούρες (στις μαύρες σιλουέτες) που προσδίδουν στην κηδεία το αίσθημα της
κοινωνικότητας και της συλλογικότητας. Ως ένα τελετουργικό εξορκισμού (τα
κόλυβα, ο καφές). Συνομιλία με τα έργα της ιστορίας της τέχνης: Μετά τον Πόλοκ
είμαστε μέσα στο έργο, το έργο εμπεριείχε τον Πόλοκ, εκείνος δεν το έβλεπε,
ήταν μέσα ψυχικά και σωματικά. Απέναντι από το έργο της τέχνης δεν ήταν μόνο ο
θεατής (ως θεατής είμαι απέναντι από το έργο, το βλέπω από απόσταση, εάν είναι
μάλιστα και ιμπρεσιονιστικό έργο, δίνω οδηγίες θέασης «δείτε το έργο από μία
απόσταση») - πριν από τον Πόλοκ - αλλά και ο ίδιος ο δημιουργός. Είχε μπροστά
του το καβαλέτο, το μουσαμά, και ζωγράφιζε. Ο Πόλοκ μπαίνει μέσα στο μουσαμά. Η καρέκλα. Το βάρος ενός έργου (ανεκπλήρωτου;). Το βάρος που
κουβαλάει ο Σίσυφος, ο κάθε Σίσυφος. (Καμύ: Μπορούμε να φαντασούμε τον Σίσυφο
ευτυχισμένο;). Αντίλογος σε αυτή την προσέγγιση της Άρτε Πόβερα: Ο
αντίλογος, θα μπορούσε να είναι ότι «λέω ό,τι μου κατέβει». Βεβαίως, και ισχύει
αυτό. Αλλά αυτό δεν είναι μακριά από τους στόχους της Άρτε Πόβερα. Που
επιδιώκει ακριβώς αυτό, να κινητοποιήσει τη σκέψη μου, σε μια εποχή που δεν
σκέπτομαι. Ι. Το έργο που βλέπουμε αποτελεί ταυτόχρονα και συνομιλία
μας με άλλα έργα τέχνης, με έργα της ιστορία της τέχνης ΙΙ. Με τη λογοτεχνία Γεωργία Κακούρου-Χρόνη ------- Ποιος ήταν ο Γιάννης Κουνέλλης Ο Γιάννης Κουνέλλης (23 Μαρτίου 1936 - 16 Φεβρουαρίου 2017)
ήταν Ελληνοϊταλός σύγχρονος καλλιτέχνης με έδρα δραστηριοτήτων την πόλη της
Ρώμης. Ήταν εκπρόσωπος του κινήματος Arte Povera. Βιογραφία Γεννήθηκε στον Πειραιά και από 20 ετών ζούσε στην Ρώμη, όπoυ
και απεβίωσε στις 16 Φεβρουαρίου 2017. Παρότι ζούσε στο εξωτερικό
επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα, συνήθως την Καστέλλα. Απορρίφθηκε από την
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και έτσι το 1956 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη
όπου σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Αργότερα ήταν καθηγητής στην Ακαδημία
Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο
Γιάννης Kουνέλλης εμφανίστηκε στον χώρο της σύγχρονης τέχνης με ένα ιδιότυπο,
πολύ προσωπικό πλαστικό λεξιλόγιο που αρχικά προέβαλε ως κωδικοποιημένη γραφή,
υπό τη μορφή γραμμάτων και εξισώσεων, και κατέληξε στη συνέχεια στη δημιουργία
εικόνων αποτελούμενων στο πιο πρόσφατο βιομηχανικό-αστικό παρελθόν. Έχει
παρουσιάσει πλήθος εκθέσεων, κυρίως στο εξωτερικό, οι οποίες σημειώνουν μεγάλη
επιτυχία. Ο Κουνέλλης έχει ασκήσει και ασκεί τεράστια επιρροή στη
ελληνική και την ευρωπαϊκή ζωγραφική και το όνομά του είναι πλέον ανάμεσα σε
αυτά των σημαντικότερων εκπροσώπων των σύγχρονων ρευμάτων στην τέχνη της
ζωγραφικής.
Το 2005 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τίμησε τον
παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνη και διανοητή με την διάκριση του επίτιμου διδάκτορα
στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής για το σπουδαίο
εικαστικό έργο του, τη διεθνή του παρουσία και τη θέση του μεταξύ των
σημαντικότερων προσωπικοτήτων του μοντερνισμού. Από την wikipedia