Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/25121/

Spartorama - Print | Άγγελος Σικελιανός: Ανάμνηση του Ν. Βρεττάκου

Άγγελος Σικελιανός: Ανάμνηση του Ν. Βρεττάκου

Άγγελος Σικελιανός: Ανάμνηση του Ν. Βρεττάκου
«Πρόκειται για τη μοίρα των αληθινών πνευματικών ανθρώπων του έθνους, που ξεπερνάνε τα όρια του, κινούνται άνετα στο διεθνές προσκήνιο, ενώ στη χώρα τους απωθούνται στο περιθώριο...»
Οδός Εμπόρων

Κάθε φορά που ο Άγγελος Σικελιανός επανέρχεται στη μνήμη μου, δεν έρχεται μόνος του. Τον συνοδεύει ένα πρόβλημα και μια μοίρα. Πρόκειται για το πρόβλημα του νεοελληνικού πολιτισμού που είναι αυτοφυής και αναπτύσσεται μόνος του – παλεύοντας. Πρόκειται για τη μοίρα των αληθινών πνευματικών ανθρώπων του έθνους, που ξεπερνάνε τα όρια του, κινούνται άνετα στο διεθνές προσκήνιο, ενώ στη χώρα τους απωθούνται στο περιθώριο, άσχετα αν τελικά αυτοί που μένουν, αυτοί είναι που σώζουν την αξιοπρέπεια του έθνους, αυτοί είναι που δικαιώνουν την ύπαρξή του. Μ’ αυτούς σημειώνεται η επιβίωσή του.

Έρχεται λοιπόν στη μνήμη μου ο Σικελιανός μαζί με τη μοναξιά του των τελευταίων ετών. Ίσως μάλιστα αυτή η αβεβαιότητα της μοναξιάς να μας έκαμε φίλους, έτσι που στα δύο τελευταία χρόνια, 1950 και 1951, βλεπόμαστε συχνά. Το γεγονός ότι πολλές φορές ερχόταν από την Σαλαμίνα στον Πειραιά -χωρίς ν’ ανεβεί στην Αθήνα- για να καταλήξει στην οδό Καραΐσκου και να ξαναφύγει για τη. Σαλαμίνα, δεν φανερώνει παρά μια τραγικότητα μοναξιάς που την έκρυβε κάτω από το παιδικό πομπώδες γέλιο του, και που δεν μου την είπε ποτέ. Στάθηκαν αρκετά όμως ένα δυό μυστικά που σε άλλες ώρες και για άλλους λόγους μου εξομολογήθηκε για να βγάλω τα συμπεράσματά μου. Έτσι πάντα. Ύστερα από ένα λιτό γεύμα, λίγη ξεκούραση, λίγη κουβέντα για την ποίηση, ξανάφευγε για τη Σαλαμίνα ενώ ο αγέρας σάλευε τη μαύρη αρχοντική μπέρτα του. Τον συνόδευα ως το καραβάκι και κάποτε πήγαινα μαζί του, όπως έγινε την παραμονή της πρωτομαγιάς του 1950, μιαν αλησμόνητη αλήθεια παραμονή. Ήταν μια νύχτα γεμάτη δόξα και φως. Απάνω μας ένας αποκαλυπτικός κόσμος. Μείναμε ως τα μεσάνυχτα έξω -στο εστιατόριο που φάγαμε- και το πρωί ξυπνήσαμε με την ανατολή μιας θαυμάσιας ανοιξιάτικης μέρας. Θυμάμαι τα πράσινα στάχυα που έζωναν το μικρό του σπιτάκι, έγερναν, θαρρείς και ήθελαν να μπουν από την ανοιγμένη πόρτα. Σ’ ένα ποίημα που έγραψα τότε με πολλή συγκίνηση, μα που αισθητικά έμεινε ανολοκλήρωτο, αναφέρω αυτά τα στάχυα που τα συνέλαβα σαν μια δέσμη από «χιλιάδες καλημέρες». Είδα τον Σικελιανό να τα διασχίζει μεθυσμένος, με τη μαύρη μπέρτα του πάντοτε. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως αυτό το ανεξίκακο παιδί θα μπορούσε να πεθάνει τόσο γρήγορα... 

[Από δημοσίευση του Ν. Βρεττάκου στο περιοδικό ΚΟΣΜΟΣ ΕΠΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΖΩΗ (17 Ιανουαρίου 1962). Στη φωτογραφία, που είναι αφιερωμένη στην κόρη του Νικηφόρου Βρεττάκου Ευγενία, οι δύο ποιητές σε δρόμο του Πειραιά.]