Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/23879/

Spartorama - Print | «Η παλιά μασιά του τζακιού μας», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Η παλιά μασιά του τζακιού μας», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Η παλιά μασιά του τζακιού μας», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Με τη μύτη της μασιάς έγραφε στη στάχτη μηνύματα που μόνο αυτός μπόραγε να διαβάσει, έκοβε μεγάλες φέτες ψωμί, τις έβαζε στην αράδα μπροστά στα κάρβουνα (δε βιαζότανε να τις βγάλει)...»
Οδός Εμπόρων

Πού να βρεις σήμερα τέτοια μασιά! Φτιαγμένη από ατόφιο σίδερο που το δούλεψε με τα χέρια του ο παλιός ο σιδεράς, ο «γύφτος» όπως τονε λέγανε  τότε, μαυριδερή όπως  ο μάστοράς της, μυτερή μπροστά για να «πιάνει» ΚΑΙ τις γωνιές, με στρόγγυλο μακρύ χέρι και στην άκρη ένα χαλκά για να την κρεμάς (άμα θέλεις) σε ένα καρφί στο πλάι του  τζακιού. Την αγόρασε ο πατέρας μου ο Παναγιώτης όταν «κούρνιασε» με τη γυναίκα του την Παναγιώτα, «φευγάτοι» από τη φτωχή Γορτυνία της Αρκαδίας, σ’  ένα σπιτάκι από πλίθρες  στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης, για ν’ ανάβει το τζάκι, τη μοναδική εστία ζεστασιάς  του φτωχόσπιτου για πολλά – πολλά χρόνια.

Τότε (10ετία του ’50), η Σπάρτη ήτανε γεμάτη με σιδεράδικα. Μάλιστα, μια ολόκληρη γωνία στη  συμβολή της σημερινής Γκορτσολόγου και Μενελάου λεγότανε «γύφτικα» εξαιτίας των σιδεράδικων που δούλευαν εκεί. Μέσα σ’ ένα μαύρο από την καπνιά  «μαγαζί»   που «έμπαζε» από παντού, γεμάτο με  πάγκους και τα  αναγκαία εργαλεία της δουλειάς  (αμόνια, ψαλίδια, μέγγενες,  τρυπάνια, σφυριά, τσιμπίδες κ.α.) μπρατσωμένοι σιδεράδες - μουτζουρωμένοι κι αυτοί όπως το σιδεράδικό τους - ασκούσαν την πανάρχαιη τέχνη που οι ρίζες της φτάνουνε μέχρι τα ομηρικά χρόνια, αφού δεν ήτανε καθόλου τυχαίο που ακόμα κι ένας θεός του Ολύμπου, ο Ήφαιστος, ήτανε κι αυτός σιδεράς. Με το φυσερό έδινε ο σιδεράς ή ο βοηθός του αέρα στο καμίνι με τα κάρβουνα, εκείνα κοκκινίζανε, έβαζε μέσα τους με την τσιμπίδα το κομμάτι του σίδερου που ήθελε να δουλέψει κι όταν γινότανε κι εκείνο κόκκινο το τράβαγε έξω, το ’βαζε πάνω στο αμόνι και με το βαρύ σφυρί του άρχιζε να το χτυπάει δυνατά για να του δώσει το σχήμα και τη μορφή που ήθελε. Κι αντηχούσανε οι δρόμοι και οι γειτονιές ολοτρόγυρα από το ρυθμικό καμπάνισμα που έκανε το σφυρί χτυπώντας πάνω στο αμόνι, λες κι άρχιζε κάποια λειτουργία σε εκκλησία μυστική και βάραγε η καμπάνα τον Όρθρο.  Όταν κρύωνε το σίδερο, το ’βαζε πάλι ο σιδεράς στο καμίνι, και πάλι μετά στο αμόνι και πάλι  με το σφυρί … και πάλι … και πάλι … μέχρι να έχει στα χέρια του  ό,τι του είχανε παραγγείλει (ξινάρια, κασμάδες, υνιά, ρόδες για κάρα, σβάρνες, πασσάλους, λοστούς,  κλαδευτήρια, κόσες, σκεπάρνια, σφυριά, πυροστιές, σφήνες, μασιές, τσιμπίδες, καλέμια, λοστούς, βαριοπούλες, τσεκούρια,  πέταλα,  σκαλιστήρια, σούβλες, ψησταριές, πρόκες για χοντρά ξύλα, κάγκελα, πόρτες,  κλπ., κλπ.) Η τελευταία κίνηση του σιδερά ήτανε να βάλει τη σιδερένια του κατασκευή μέσα στο βαρέλι με το νερό που είχε δίπλα στο αμόνι  για να κρυώσει και να γίνει σκληρό. Κι άκουγες ένα «φσσσουουουτ», ατμός λευκός ανέβαινε απ’ το νερό κι ύστερα αναδυότανε από το βάφτισμα - γερό και «σιδερένιο» - το «αναδεξιμίδι».

Από έναν τέτοιον σιδερά, λοιπόν, εκεί στα «γύφτικα» της Σπάρτης, αγόρασε ο πατέρας μου, κάπου στα 1954, τούτη τη μασιά μαζί και την αδερφούλα της την τσιμπίδα. Την έφερε στο σπίτι, την έχωσε μέσα στο τζάκι κι έμεινε εκεί η μασιά για χρόνια και χρόνια, φρουρός ακοίμητος της πατρογονικής εστίας. Μ’ αυτήν ο πατέρας και η μάνα μου κουνάγανε  τις βαριές κουτσούρες για να πάρουνε καλή θέση στο τζάκι, μαζεύανε τα ξύλα πάνω στη θράκα για να ξαναζωντανέψει η φωτιά, χτυπάγανε τα κούτσουρα με τη μύτη της για να «κόψουνε» κάρβουνα και να ξαναπάρουνε τα κούτσουρα φωτιά…. Με την παλιά μασιά «ανοίγανε» τα κάρβουνα για να ψήσουνε κανένα κάστανο και κανένα μεζέ στις γιορτές, μ’ αυτή στυλώνανε από πίσω τις φέτες του ψωμιού που βάζανε μπροστά στη φωτιά για να κάνουνε «καψάλες», μαζεύανε τη στάχτη το πρωί για να καθαρίσει το τζάκι και να μπει η νέα φωτιά κ.α.π.

Ακόμα κι όταν δεν υπήρχε δουλειά για την παλιά μασιά, όποιος καθότανε στο τζάκι ένιωθε την ανάγκη να την πάρει στο χέρι του, έτσι για… συντροφιά. Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου που μόλις ερχότανε το βράδυ «σκοτωμένος» απ’ τη δουλειά όλη μέρα στους δρόμους και στα γιαπιά, καθότανε στο σκαμνί μπροστά από το τζάκι κι αμέσως άπλωνε το χέρι του να πιάσει τη μασιά. Κι ερχότανε το σκαμμένο απ’ την κούραση πρόσωπό του και μαλάκωνε και λιγνεύανε οι ρυτίδες και ημέρωνε η ματιά του κι έβγαζε μικρούς στεναγμούς για ν’ αδειάσει η πίκρα κι η στεναχώρια απ’ την καρδιά κι άπλωνε τη μασιά και «κάρφωνε» τ’ αναμμένα κούτσουρα σαν ο Αγιώργης κάρφωσε - κάποτε - το δράκο κι ύστερα μάζευε τα κάρβουνα σε σωρό και μετά τα άπλωνε πάλι. Με τη μύτη της μασιάς έγραφε στη στάχτη μηνύματα που μόνο αυτός μπόραγε να διαβάσει, έκοβε μεγάλες φέτες ψωμί, τις έβαζε στην αράδα μπροστά στα κάρβουνα (δε βιαζότανε να τις βγάλει) κι όταν γινούντανε καφετιές κι «αρπάζανε» λιγάκι τις μάζευε με τη μασιά κι έριχνε μέσα σ’ ένα πιάτο βαθύ λάδι και λεμόνι και αλάτι και ρίγανη, και βούταγε μέσα στο λαδολέμονο τις καψάλες και τις έτρωγε  αργά – αργά, μπουκιά – μπουκιά, έτσι με το χέρι, ρουφώντας  απ’ το ποτήρι του κρασί. Και η μασιά πάντα εκεί, μέσα στα χέρια του, «συνδαιτυμόνας φαιδρός», σύντροφος στις σκέψεις τις μυστικές, στήριγμα και ραβδί στον ανήφορο.

Περάσανε τα χρόνια, ήρθανε χαρές ήρθανε και πόνοι, άνθρωποι «έρχονταν»  άνθρωποι «έφευγαν», «έφυγε» νωρίς κι ο πατέρας μου  για κει που λένε ότι «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός», γκρεμίσαμε και το παλιό το σπίτι, φτιάξαμε καινούριο, αλλάξαμε όλοι, τ’ αλλάξαμε όλα, και μόνο τούτη  δω  η γριά τσιμπίδα  η μαυριδερή, η φτιαγμένη πριν από χρόνια πολλά από τα χέρια του σιδερά, η  «ψημένη» στο καμίνι και «χτυπημένη» πάνω στο αμόνι, αρνήθηκε ν’ αλλάξει. Έπιασε θέση στο καινούριο το τζάκι μαζί με την αδερφή της την τσιμπίδα κι εξακολουθεί να ζει μαζί μας  και να μας λέει τις παλιές ιστορίες, για να μην λησμονηθούνε  η ζωή και οι άνθρωποι.

Και είμαι σίγουρος πως όταν αργά τη νύχτα σβήνουνε τα φώτα και κοιμούνται οι ανθρώποι του σπιτιού και «πέφτει» η φωτιά ξεχασμένη, έρχονται οι ψυχούλες και πιάνουνε τη μασιά και συμπάνε τη φωτιά και  κάθονται γύρω στο παραγώνι και ζεσταίνονται και μιλάνε και θυμούνται και νοσταλγούν.

 

27-12-2019
Βαγγέλης  Μητράκος