Vekrakos
Spartorama | «Γιατί δεν διαβάζεις, Δημητράκη;», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Γιατί δεν διαβάζεις, Δημητράκη;», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 18/11/2019 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Παιδεία
«Γιατί δεν διαβάζεις, Δημητράκη;», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Εμείς μαθαίναμε τα παιδιά γράμματα και τους σμιλεύαμε ήθος, χαρακτήρα και ψυχή κι εκείνα μας μάθαιναν πώς να γίνουμε πραγματικοί Δάσκαλοι και ΤΙ είναι Ζωή!»
Οδός Εμπόρων

«Γιατί δεν διαβάζεις, Δημητράκη»; Μόνιμη επωδός απ’ όταν ήρθε ο Δημητράκης στην Πρώτη τάξη. Τώρα ήταν στην  Τρίτη. Ούτε ο δάσκαλος είχε βαρεθεί να το ρωτάει (ίσως του ‘χε γίνει συνήθεια) ούτε κι ο Δημητράκης  να τ’ ακούει.

Ο Δημητράκης! Το μελαχρινό παιδόπουλο με τα μεγάλα μαύρα μάτια. Που τ’ άνοιγε  διάπλατα σαν να σε καλούσε να τα διαβάσεις. Να διαβάσεις όσα δεν έλεγαν τα χείλη του, που άσπριζαν από το σφίξιμο, όταν ο δάσκαλος το ρωτούσε: «Γιατί δεν διαβάζεις, Δημητράκη»; Κι όμως φαινόταν έξυπνο παιδί! Ο δάσκαλος δεν μπορούσε να εντοπίσει την αιτία. Όχι ότι όλα τα παιδάκια σ’ εκείνο το ορεινό μονοθέσιο σχολείο ήταν άριστοι μαθητές αλλά …ο Δημητράκης ήταν το κάτι άλλο.

 Αυτά και άλλα σκεφτόταν ο δάσκαλος, παίρνοντας με τα πόδια το ανηφορικό μονοπάτι που τυλιγόταν σαν φίδι στην πλαγιά του βουνού, ανεβαίνοντας  στο μεγάλο χωριό όπου και κατοικούσε.

-Γεια σου, δάσκαλε!

Η φωνή τον ξάφνιασε. Έστρεψε. Απέναντι, έξω από ένα παλιό πέτρινο σπίτι, κάποιος στεκόταν και τον φώναζε. Τον γνώρισε αμέσως. Ήταν ο πατέρας του Δημητράκη.

-Γεια και χαρά! Τι γίνεται, κυρ – Γιώργη;

-Καλά, δάσκαλε. Πας για πάνω;

-Ναι. Τι να κάνω; Πάω σιγά – σιγά!

-Δεν έρχεσαι λίγο στο φτωχικό μας να σε φιλέψουμε; Ένα γλυκό …ένα ποτό ….κάτι, τέλος πάντων!

-Μεσημέρι, κυρ – Γιώργη. Άσε να μην καθυστερώ. Μιαν άλλη φορά.

-Μα έλα, δάσκαλε. Τόσον καιρό στο χωριό μας …

Τι να κάνει ο δάσκαλος;

-Καλά, έρχομαι, κυρ- Γιώργη.

Ανέβηκε το λιθόστρωτο μονοπάτι. Πέρασε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και μπήκε στην αυλή. Το σπίτι (ένα παλιό, πέτρινο, χωριάτικο σπίτι), φαινόταν τελείως εγκαταλειμμένο. Οι τοίχοι γεμάτοι βαθιές ρωγμές. Τα παράθυρα και οι πόρτες, όλα σαπισμένα. Κάποτε είχαν βαφτεί πράσινα. Εδώ – εκεί σπασμένα τζάμια είχαν αντικατασταθεί με χαρτόνια. Μια παλιά πέτρινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα χαγιάτι, με ξύλα που κρέμονταν. Μερικοί σκουριασμένοι ντενεκέδες με μολόχες, βαλμένοι κατά μήκος της σκάλας, πάσχιζαν να δώσουν μια πινελιά ομορφιάς. Κάτω απ’ το χαγιάτι η πόρτα του στάβλου. Σε μιαν άκρη ο φούρνος. Γύρω μια μεγάλη αυλή γεμάτη σκουπίδια και λάσπες, όπου σεργιάναγαν κάμποσες κότες.

-Έλα, δάσκαλε.

Χαιρετήθηκαν. Τα μάτια του κυρ-Γιώργη γυάλιζαν. Το χνώτο του μύριζε κρασίλα. Είχε ανοίξει τα πόδια για να βρίσκει ισορροπία και καρτέραγε το δάσκαλο μπρος στη σκάλα.

-Πέρνα πάνω, δάσκαλε. Είναι κι η κυρά.

Ο δάσκαλος ανέβηκε προσεχτικά την πέτρινη σκάλα. Το ξύλινο χαγιάτι έτριξε. Έσκυψε και μπήκε από τη χαμηλή, στενή πόρτα. Μια μπόχα τον χτύπησε στο πρόσωπο και κόντεψε να τον πετάξει έξω. Κράτησε την ανάσα του. Στάθηκε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του στο μισοσκόταδο. Λες κι είχε μπει στον κάτω κόσμο! Ένα δωμάτιο μαύρο απ’ την καπνιά και τη βρόμα. Χωρίς ταβάνι. Η καλαμωτή έχασκε πάνω απ’ το κεφάλι του. Το τζάκι. Μια πυροστιά μέσα. Κι απάνω μια κατσαρόλα. Κατάμαυρη. Δίπλα στο τζάκι ένα στενό κρεβάτι. Με πολλά χοντρά στρωσίδια. Βρόμικα κι ανακατωμένα. Αν πρόσεχε κανείς θα μπορούσε να διακρίνει στην κορφή του κρεβατιού ένα πρόσωπο που έμοιαζε ανθρώπινο.

-Η γιαγιά, δάσκαλε. Είναι κατάκοιτη.

Απέναντι ένα άλλο κρεβάτι. Τα ρούχα πεταμένα κάτω. Κουβέρτες λιγδιασμένες, παντελόνια, πουκάμισα, βρακιά, σπασμένα παιχνίδια, κάλτσες, παπούτσια, μια γάτα άσπρη (παράξενο!!!) κι ένα μωρό μυξιασμένο, με μαύρο προσωπάκι από τη μουτζούρα και τη βρομιά να μασουλάει ένα ξεροκόμματο. Κάτω κουρελούδες που θα ’χανε  μήνες να σηκωθούν. Χώματα, κοπριές, σπασμένα καρύδια, ξεροκόμματα, ένα καθίκι, δίπλα στο κρεβάτι της γιαγιάς, δυο ξύλινα σκαμνιά, μερικές κουτσές καρέκλες …Στους μαύρους τοίχους τρεις – τέσσερις φωτογραφίες στραβά κρεμασμένες: Μια νυφικιά, στην άλλη δυο γερόντια, ένα φανταράκι με μουστάκι τσιγκελωτό …

-Εγώ είμαι, δάσκαλε … στας Σέρρας. Ααααχ!  Έρμα νιάτα  …

Αριστερά μια μικρή πορτούλα έχασκε ανοιχτή. Φαινόταν ένας τσιμεντένιος (γεμάτος λίγδα ) νεροχύτης, με δυο στίβες άπλυτα πιάτα και κατσαρόλια. Από πάνω μια νιπτήρα του τοίχου. Δυο λάμπες πετρελαίου κρεμασμένες στον τοίχο.

Απ’ την κουζίνα ξεπρόβαλε η κυρά. Χοντρή, με μια μεγάλη κρεατοελιά στο σαγόνι. Πριν καλά – καλά σκουπίσει στην ποδιά τα χέρια της, πρότεινε το δεξί.

-Καλώς ήρθες, κυρ-δάσκαλε!

Το «καλώς σας βρήκα» του δάσκαλου αντήχησε σαν καγχασμός. Από πίσω απ’ την κυρά βγήκε κι ο Δημητράκης! Με κατεβασμένο κεφάλι. Απόφευγε τη ματιά του δάσκαλου.

-Κάτσε, κυρ-δάσκαλε. Βολέψου όπου μπορείς στο φτωχικό μας. Με συχωρείς εμένα μια στιγμή, να βάλω του Δημητράκη να φάει.

Πλησίασε στο τζάκι, άνοιξε την κατσαρόλα, έβαλε μέσα μια κουτάλα και γέμισε με φασόλια μια γαβάθα.

-Είναι από τα χτες! Έβαλα πολλά και μείνανε. Να τα πετάξουμε; Κρίμα. Έφαγε το πρωί ένα πιάτο, θα φάει και το βράδυ …!

Ο Δημητράκης κάθισε ανακούρκουδα στο παραγώνι κι άρχισε να τρώει.

-Λοιπόν, κυρ-δάσκαλε, τι νέα; Τόσον καιρό και δεν είχατε έρθει από το σπιτικό μας να σας φιλέψουμε κάτι….

-Ασ’ τα λόγια, μωρή, κι άντε φέρε τη μπουκάλα με το κρασί να πιούμε ένα ποτηράκι με το δάσκαλο. Φτιάξε κι ένα μεζεδάκι.

-Το νου σου στο κρασί εσύ. Τι να κάνω, κυρ – δάσκαλε, με δαύτονε; Όλη μέρα μεθυσμένος. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, όλο το πιοτί  έχει στο μυαλό του. Βρε αχαΐρευτε, θα ψοφήσεις! Το συκώτι του έχει γίνει τούμπανο. Αχ, Παναγίτσα μου! Τι ’θελα η μαύρη και παντρευόμουνα; Δεν καθόμουνα στην ησυχία μου;

-Ναι, μωρή. Και  κάποιος θα σ’ έπαιρνε! Βρήκες το κορόιδο και σε πήρε και μιλάς κιόλας.

-Σε ποιον τα λες αυτά, βρε ξεβράκωτε, που μου  ’φαγες την προίκα μου όλη και δεν έκανες χαΐρι; Μαύρη η ώρα που βρέθηκες μπροστά μου, χρουσούζη! Ήμουνα σαν τα κρύα τα νερά και μ’ έκανες γριά πριν την ώρα μου.

-Να φύγεις, μωρή, άμα δε σ’ αρέσει. Να πας στον πατέρα σου. Να πας στο σόι σου.

-Εσύ να φύγεις και να πας στο δικό σου. Εγώ δεν έχω να πάω πουθενά. Το σπίτι είναι δικό μου.

Αυτό ήτανε! Το μάτι του κυρ-Γιώργη αγρίεψε. Ήταν ολοφάνερο. Το έργο είχε παιχτεί και ξαναπαιχτεί. Η γριά στο κρεβάτι άρχισε να βήχει που ’λεγες πως θα πνιγεί. Το μωρό στο άλλο κρεβάτι, τρομαγμένο, σπάραζε στο κλάμα.  Ο Δημητράκης είχε μαρμαρώσει με το κουτάλι σηκωμένο. Η γάτα μ’ ένα δυνατό νιαούρισμα πετάχτηκε έξω.

-Να σου δώκω, μωρή, ένα κατακέφαλο …!

-Έλα κυρ-Γιώργη. Φτάνει!

Ο δάσκαλος κατέβασε το σηκωμένο χέρι του κυρ-Γιώργη. Η κυρά έβαλε τα κλάματα. Φώναζε υστερικά:

-Ναι, ρε. Βάρε με! Πρώτη φορά είναι; Βάρε με να δούμε τι θα καταλάβεις!

-Κυρ – Γιώργη, φτάνει. Ησύχασε!

Έπεσε βαριά, αρρωστημένη ησυχία. Η γριά σταμάτησε να βήχει. Ίσως κοιμήθηκε. Ή πέθανε. Είχε άραγε σημασία; Το μωρό συνέχισε να κλαίει  μαζί με τη μάνα του. Ο Δημητράκης κατακίτρινος ξανάρχισε μηχανικά το μασούλισμα.

-Λοιπόν…εγώ να πηγαίνω.

-Μα, δάσκαλε …δεν ντρέπεσαι, μωρή, μπροστά στον ξένο άνθρωπο!

-Δεν πειράζει, κυρ-Γιώργη. Εδώ είμαστε. Μιαν άλλη φορά.

Άνοιξε την πόρτα. Πριν βγει  γύρισε τα μάτια του. Αντάμωσαν με τα μαύρα μάτια του Δημητράκη. «Γιατί δεν διαβάζεις, Δημητράκη»;

Είχε πάρει την απάντηση. Και δεν τον ξαναρώτησε ποτέ πια.

Μόνο στο σχολείο, τον βοηθούσε να διαβάζει και να γράφει εκείνα που δεν τον άφηναν στο σπίτι. Και κυρίως τον βοηθούσε, με χίλια δυο πράγματα  (πρώτα απ’ όλα με την Αγάπη)  να ξεχνά, να χαμογελά, να ελπίζει και να ονειρεύεται!

 

Υ.Γ.: Το κείμενο αυτό, που προέρχεται από πραγματικό γεγονός, γράφτηκε στις 9-9-1984 στο εκπαιδευτικό περιοδικό «ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ» (τεύχος 9). Είχα τότε 7 χρόνια υπηρεσίας στο δημόσιο σχολείο και  μέσα από την εμπειρία του μονοθεσίου «δενότανε τ’ ατσάλι» του δασκάλου. Εμείς μαθαίναμε τα παιδιά γράμματα και τους σμιλεύαμε ήθος, χαρακτήρα και ψυχή κι εκείνα μας μάθαιναν πώς να γίνουμε πραγματικοί Δάσκαλοι και ΤΙ είναι Ζωή!                                                                                       

 

18-11-2019
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων