Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/21311/

Spartorama - Print | «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: 170 χρόνια από τον θάνατό του», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: 170 χρόνια από τον θάνατό του», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: 170 χρόνια από τον θάνατό του», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος. - Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας»
Οδός Εμπόρων

Άλλη μια σημαντική επέτειος πέρασε απαρατήρητη σε μια χώρα που, χρόνο με το χρόνο, οπισθοχωρεί από τις εθνικές επάλξεις και αμβλύνει την ιστορική της συνείδηση.

Στις 25 Σεπτεμβρίου ήταν η 170η επέτειος από τον θάνατο του ήρωα της Επανάστασης του 1821 Νικήτα Σταματελόπουλου ή Νικηταρά ή Τουρκοφάγου, ο οποίος πέθανε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, σε ηλικία 68 ετών.

Ο Νικηταράς γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα Μεγαλοπόλεως Αρκαδίας, το 1781. Ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδερφής της γυναίκας του Θ. Κολοκοτρώνη.

Από 11 χρονών βγήκε στο κλαρί με τον πατέρα του και αργότερα εντάχθηκε στο μπουλούκι του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, κοντά στον οποίο έμαθε την πολεμική τέχνη και τον κλεφτοπόλεμο. Διακρίθηκε τόσο για τις ικανότητές του που ο Ζαχαριάς τον έκανε γαμπρό του δίνοντάς του γυναίκα την κόρη του Αγγελίνα.

Ο Νικηταράς ήταν ψηλός, μελαχρινός, αδύνατος, απίστευτα γρήγορος και ακούραστος. Σε κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να τρέξει στη βοήθεια της Πατρίδας όπου αυτή τον καλούσε.

Στα 1805, κατά τον μεγάλο διωγμό των κλεφτών, σκοτώθηκε από τους Τούρκους ο πατέρας του και ο Νικηταράς διέφυγε μαζί με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο. Από εκεί, αφού υπηρέτησε στον ρωσικό και στον γαλλικό στρατό, ξαναγύρισε στον Μοριά με τον Κολοκοτρώνη όταν ξέσπασε η επανάσταση και μαζί με άλλους οπλαρχηγούς ελευθέρωσαν την Καλαμάτα στις 23 Μάρτη 1821. ΄Ελαβε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης και διακρίθηκε στη μεγαλειώδη μάχη του Βαλτετσίου στις 12-13 του Μάη του 1821. Εκεί όμως που έλαμψε περισσότερο από ποτέ η πολεμική αρετή του Νικηταρά ήταν στη Μάχη των Δολιανών, στις 18 του Μάη του 1821, όπου με 200 μόλις πολεμιστές κατενίκησε στρατιά 6.000 Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη. Στη μάχη αυτή, για πρώτη φορά, τα παλικάρια του έδωσαν το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος» εξαιτίας της γενναιότητάς του και του ξολοθρεμού που έκανε στους Τούρκους. Όπως έγραψαν οι ιστορικοί: «Αν στη μάχη στο Βαλτέτσι διακρίθηκε για την ανδρεία του, στη μάχη των Δολιανών, η ιστορία τον πήρε στα φτερά της.»

Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς (23/09/1821), όλοι οι Έλληνες έφυγαν φορτωμένοι με πλούσια λάφυρα. Ο μόνος που δεν καταδέχτηκε να πάρει κάτι ήταν ο Νικηταράς, δείχνοντας, ακόμα μια φορά, τη σεμνότητα, το ήθος και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του. Στη μάχη στα Δερβενάκια, όπου οι Έλληνες χάρη στο στρατηγικό μυαλό του Κολοκοτρώνη διέλυσαν, κυριολεκτικά, τη στρατιά του Δράμαλη, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και πάλι ο Νικηταράς, ο οποίος χτύπησε πρώτος τους Τούρκους στο έβγα των στενών και όταν ένα μέρος της στρατιάς δοκίμασε να ξεφύγει από το Αγιονόρι, ο Νικηταράς ήταν που έσπευσε εκεί και τους κατετρόπωσε. Λένε ότι στη μάχη των Δερβενακίων έσπασε και άλλαξε 4 σπαθιά. Μόλις, μάλιστα, τέλειωσε η μάχη το χέρι του είχε πάθει αγκύλωση και δεν άνοιγε για να ελευθερώσει το σπαθί και χρειάστηκε γιατρός για να του το ανοίξει. Στο πλιάτσικο που έγινε ο Νικηταράς δεν πήρε, και πάλι, μέρος. Με το ζόρι δέχτηκε να του δώσουν ένα άλογο κι ένα βαρύτιμο σπαθί. Κι αυτά, όμως, μαθημένος στα λίγα, δεν τα κράτησε: Το άλογο το χάρισε στον Παναγιώτη Κάλα (Τσοπανάκο) από τη Δημητσάνα και το σπαθί το έδωσε σε έρανο που έγινε για τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου.

Εκτός από τον Μοριά ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές μάχες ΚΑΙ στη Ρούμελη. Λένε, ότι μερικές φορές και μόνο η φήμη ότι ερχόταν ο Νικηταράς έφθανε για να τραπούν οι Τούρκοι  σε φυγή.

Στον εμφύλιο πόλεμο, που δίχασε τους Έλληνες κι έπληξε την Επανάσταση, ο Νικηταράς πάσχισε με όλες του τις δυνάμεις να μονιάσει τους Έλληνες αλλά μάταια. Απογοητευμένος, έφυγε με τους στρατιώτες του από τον Μοριά και πήγε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τους πολιορκημένους.

Ύστερα από ’κει, παρά τις πικρίες του απέναντι στην κυβέρνηση, έλαβε μέρος σε πολλές συγκρούσεις με τον στρατό του Ιμπραήμ που είχε εισβάλει στην Πελοπόννησο, πασχίζοντας, μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς, να κρατήσουν ζωντανή την Επανάσταση.

Μετά την απελευθέρωση βοήθησε τον πρώτο κυβερνήτη της χώρας, τον Ιωάννη Καποδίστρια, στην προσπάθειά του να φτιάξει κράτος από τις στάχτες και, συγχρόνως, προσπάθησε για τη δικαίωση των Ελλήνων Αγωνιστών και τη διασφάλιση της νέας Ελλάδας από ξένες επεμβάσεις. Το 1830 διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου, το 1831 Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου των Ελαφρών και το 1832 Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου Κορίνθου και έπειτα Αρχηγός της Μεσσηνίας.

Επί Όθωνα, όμως, Νικηταράς κατηγορήθηκε για συνομωσία και προδοσία και κλείστηκε από τους Βαυαρούς στις φυλακές, πρώτα του Παλαμηδιού και μετά της Αίγινας. Εκεί έμεινε φυλακισμένος 14 μήνες, μη μπορώντας να πιστέψει πως η Ελλάδα, την οποία ελευθέρωσε με το σπαθί, του φέρθηκε τόσο αχάριστα. Η στεναχώρια και τα βάσανα της φυλακής τον λύγισαν σωματικά και ψυχικά κι όταν αφέθηκε ελεύθερος, τον Μάρτη του 1841, ο Νικηταράς, ο Αχιλλέας των Νέων Ελλήνων, ήταν πια μια σκιά του εαυτού του και σχεδόν τυφλός. Γύρισε στο σπίτι του, κοντά στη γυναίκα του την Αγγελίνα και τα τρία του παιδιά (ένα γιο και δύο κόρες) όπου τον καρτερούσαν κι άλλες στενοχώριες, αφού η μια του κόρη τρελάθηκε από το μαράζι και τα βάσανα του πατέρα της.

Η φτώχεια και η ανάγκη έκαναν τον περήφανο Νικηταρά να βγει στη ζητιανιά. Μάλιστα  η αρμόδια αρχή, η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, είχε δώσει άδεια στον Νικηταρά να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή έξω από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας  του Πειραιά!!!

«Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Ρωσίας, αυτός απεστάλη από την κυβέρνησή του στο σημείο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.

- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.

- Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.

- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; επέμενε ο ξένος.

- Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος,  απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.

Ο ξένος κατάλαβε  και, διακριτικά, φεύγοντας,  άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.

Ο, σχεδόν, τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!».

Πηγή: http://www.fourtounis.gr

Τελικά, ο φτωχός, παραγκωνισμένος και ξεχασμένος Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος πέθανε στις 25 Σεπτέμβρη 1849 σ’ ένα καλυβόσπιτο μιας καρβουναποθήκης, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, αφού πρώτα πρόλαβε να διηγηθεί τα απομνημονεύματά του στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, όπου τάφηκε δίπλα στο θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Δυστυχώς η γενιά του έσβησε σε λίγα χρόνια μετά το δικό του θάνατο. Η άλλη του θυγατέρα, η Ρεγγίνα, παντρεύτηκε τον Υδραίο Γιαννίτση κι έμεινε άτεκνη. Χωρίς παιδιά πέθανε και ο απόστρατος ταγματάρχης γιος του Γιάννης. Κι αφού ξεκληρίστηκε η γενιά του Νικηταρά χάθηκε και ο τάφος του. Κανείς σήμερα δεν ξέρει που βρίσκονται τα κόκαλα του Νικηταρά, του Ήρωα, στον οποίο η Ελλάδα χρωστά ένα μεγάλο μερίδιο από τη Λευτεριά και την ύπαρξή της. Όπως έγραψε ο ιστορικός Ν. Γιαννόπουλος:

«Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική τους θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία.»

Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο Νικηταράς, όπως και άλλοι πολλοί Ήρωες, έχουν αφανιστεί από τα ελληνικά βιβλία της ιστορίας. Στο βιβλίο, π.χ., της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού ο Νικηταράς αξιώνεται μόλις μισή αράδα(!!!) στο κεφάλαιο για την εκστρατεία του Δράμαλη:

«Αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), ο Παπαφλέσσας και ο αδελφός του Νικήτας Φλέσσας, κατέφθασαν για να βοηθήσουν.»

Αν, όμως, η Ελληνική Πολιτεία φάνηκε (και είναι) τόσο αχάριστη απέναντι στον Ήρωα Νικηταρά, ο Λαός τον τίμησε δίνοντάς του την ψυχή του κι εξυμνώντας τον με τα αθάνατα δημοτικά μας τραγούδια:

 

-«Μες στα Τρίκορφα στη ράχη

πάει το αίμα σαν αυλάκι.

Που ΄σαι μωρέ Νικηταρά

πού ΄χουν τα πόδια σου φτερά,

μες στους κάμπους πως κοιμάσαι,

και τους Τούρκους δε φοβάσαι....»

 

-«Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,

να πας τα χαιρετίσματα ’ς του Δράμαλη τη μάνα.

.............................................................................

Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:

«Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;».

- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης

και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά ’ς τα χέρια.»

 

-«Φωνάχτε το Νικηταρά στου Βαλτετσιού το κάμπο

να πάρει κλέφτες μ΄ άλογα κι αρματολούς με γκράδες

να πέσει στη Ντρομπολιτσά τα Τρίκορφα να πιάσει».

 

-«Ποιος είναι κείνος που ΄ρχεται στον κάμπο καβαλάρης

κείνος ειν΄ ο Νικηταράς από του Τουρκολέκα

πο ΄χει τους χίλιους τσάμηδες χίλιους καπεταναίους

κι άλλους χίλιους απ΄ το Μοριά.»

 

Ας είναι η Μνήμη Του Αιωνία!


26-9-2019
Βαγγέλης  Μητράκος