«Κι αφού μας εξαθλίωσαν οικονομικά, επιδιώκουν να μας μετατρέψουν σε λωτοφάγους δίχως μνήμη, χωρίς πατρίδα, χωρίς θρησκεία, χωρίς αρχές, δίχως αξίες, χωρίς γλώσσα...»
Η σημερινή ημέρα δεν είναι σαν τις άλλες τις εθνικές με παρελάσεις και πανηγυρισμούς αλλά επέτειος θλιβερή με συμφορές μεγάλες που αλλόφρων ξυπνά τους λογισμούς που φέρνει μνήμες με πόνο και με αίμα. Είναι μνημόσυνο και επικήδειος καθώς στην Ιωνία πάει η σκέψη και το βλέμμα σε κείνο τον
Ελληνισμό που ήταν ο παθός. Αφού πρώτα
εξομολογηθούμε για τα λάθη μας και κοινωνήσουμε από το πικρό ποτήριο, ας πάμε
νοερά πίσω στο χρόνο, εκεί που άνθισε ο Ιωνικός πολιτισμός, εκεί που
μεγαλούργησε ο Ελληνισμός, εκεί όπου μαρτύρησε ο χριστιανισμός. Για να χωρέσουν 10 χρόνια διωγμών, βασανισμών, σκοτωμών και
προσφυγιάς που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, σε μια ομιλία 10
περίπου λεπτών, τα λόγια είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής και ένα μικρό
φρεσκάρισμα της μνήμης για να μας βάλουν σε σκέψη, περισυλλογή και αυτοκριτική.
Μετά από τους
νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους οι Οθωμανοί και οι νεότουρκοι του Κεμάλ από το
1908, ξέσπασαν με θρησκευτικό φανατισμό και εθνικιστικό μίσος στις μειονότητες
των Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, που με την καθοδήγηση Γερμανών συμβούλων από
τον Μάιο του 1914, και με διαταγή της Οθωμανικής Κυβέρνησης δίνονταν οδηγίες
για τον εκτοπισμό του ελληνικού πληθυσμού. Και δεν έφτανε αυτό. Υπενθύμιζαν τους εκτοπισμένους να υπογράφουν πιστοποιητικά
ότι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους με τη θέλησή τους. Η έκκληση λοιπόν για βοήθεια από τους αδελφούς μας δεν
μπορούσε να μας αφήσει ασυγκίνητους και με σταυρωμένα τα χέρια, τη στιγμή
μάλιστα που ο γερμανός οργανωτής του τουρκικού στρατού Λέμαν φον Σάδερς έλεγε
για τους Έλληνες της Μ. Ασίας: «Ουδέποτε η Τουρκία θα έχει ασφάλεια, όσο εκεί βρίσκεται μια
άλλη Ελλάδα». Με τον ελληνισμό στην Τουρκία να αριθμεί
2,5 εκ, από το 1914 μέχρι το 1918 είχαμε 300 χιλιάδες πρόσφυγες, και με το
τέλος του πολέμου 1.230.000. Το 1912, σύμφωνα με στατιστική του Πατριαρχείου, υπήρχαν στη
Μ.Α. 1.782.582 Έλληνες. Ο κλήρος της Μ. Ασίας, στη μεγάλη του πλειονοψηφία,
αποτελούσε το κέντρο της Παιδείας, του Πολιτισμού και της διατήρησης της
ταυτότητας των Ελλήνων. Ήταν ακόμη ο πυρήνας κάθε εκδήλωσης, ακόμη και αυτών που
χαρακτηρίζονταν κοινωνικές ή κοσμικές. Η έρευνα του κέντρου
Μικρασιατικών Σπουδών μιλάει για ογδόντα μία ορθόδοξες κοινότητες, από τις
οποίες 32 μιλούσαν ελληνικά και 49 τούρκικα. Για την εξόντωση
του Ελληνισμού και του χριστιανισμού αναζητήθηκαν κι άλλοι τρόποι με «τα
Τάγματα εργασίας», που στην πραγματικότητα
ήσαν στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. 250.000 Έλληνες άφησαν την
τελευταία τους πνοή στα στρατόπεδα
αυτά. Την έναρξη του
πολέμου με την Τουρκία αποφάσισαν οι «σύμμαχοι» μετά από μυστικές συμφωνίες για
να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και να
πάρει ο καθένας το μερίδιό του. Η Γαλλία θα έπαιρνε Συρία και Λίβανο, η Ρωσία την Κωνσταντινούπολη με τη Δυτ. πλευρά των Δαρδανελίων, η
Αγγλία την ανατολική πλευρά μέχρι και την Τροία, και η Ιταλία απαιτούσε με
πείσμα τη Δυτ. Μ. Ασία, την οποία οι Αγγλο-Γάλλοι προόριζαν για την
Ελλάδα. Τον Μάιο του 1919
η Ελλάδα εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις της "Τριπλής
Συνεννοήσεως" («Αντάντ»), την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη.
Ενώ παράλληλα συμμετείχε με 15 χιλ. στρατιώτες στην εκστρατεία της Κριμαίας.
Και τούτο, προφανώς, για να έχουμε τη στήριξή των συμμάχων στη Μ. Ασία, ό, τι
έγινε άλλωστε αργότερα και με τη συμμετοχή μας στην Κορέα, για να έχουμε
οικονομική βοήθεια από την Αμερική. Το Φεβρουάριο του
1920 συγκροτήθηκε η «Στρατιά Κατοχής Μικράς Ασίας» και το «Σώμα Στρατού της
Σμύρνης». Στις 6 Ιουνίου του 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς
βορρά και έως το τέλος του Οκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή
Νικομήδεια - Προύσσα - Ουσάκ. Το ίδιο έτος υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, η
οποία καθόριζε μέχρι πού θα μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα. Κι ενώ ο Σουλτάνος εδέχθη την συνθήκη, οι Νεότουρκοι με τον
Κεμάλ δεν την αναγνώρισαν και άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Στις 10 Μαρτίου
1921, οι ελληνικές δυνάμεις αφού πρώτα κατέλαβαν το Αφιόν - Καραχισάρ, έφτασαν
τελικά προ του Εσκισεχίρ συναντώντας επίμονη τουρκική αντίσταση. Οι σύμμαχοι όπως και από πιο νωρίς το νέο καθεστώς της
Ρωσίας για να μας εκδικηθεί για την παρουσία μας στην Κριμαία, φοβούμενοι ότι η
άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία κινδύνευε να γίνει Ελληνική, αγκάλιασαν
τον Κεμάλ κι εμάς μας εγκατέλειψαν. Έτσι, στη δεύτερη μάχη του Ινονού, 27 Μαρτίου γνωρίσαμε την
ήττα και τη μεγάλη καταστροφή. Επαληθεύτηκε για μια ακόμη φορά το «Πιστόν φίλον
εν κινδύνοις γιγνώσκεις». Η αυτομόλησή τους στο στρατόπεδο του εχθρού, η εγκατάλειψη
του στρατού μας στο έλεος του Κεμάλ και η κακία με το φθόνο που έδειξαν στα
λιμάνια της διαφυγής των προσφύγων μας και των στρατιωτών μας, έδειξαν το
πραγματικό τους πρόσωπο ως και τα ύπουλα και δόλια σχέδιά τους. Φάνηκε αυτό που είχαν στο βάθος του μυαλού τους, να αποδυναμώσουν και να εξουθενώσουν την πατρίδα μας. Αυτοί
ήσαν και οι ίδιοι είναι μέχρι σήμερα. Μας εγκατέλειψαν για το δικό τους βέβαια οικονομικό
συμφέρον, αφού το εμπόριο ήταν στα χέρια των Ελλήνων, προτίμησαν ένα αδύναμο
τουρκικό κράτος παρά μια Ελλάδα κραταιά. Γι’ αυτό και προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής
Τράπεζας Παλαιστίνης ήδη από το 1915 προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν
καμία οικονομική σχέση με Έλληνες και Αρμένιους. Οι ξένοι όπως
φαίνεται γνωρίζουν την αξία μας, ενώ εμείς δυστυχώς όχι μόνο την αγνοούμε, αλλά
χτίζουμε και γκρεμίζουμε σαν τα παιδιά στην άμμο, γιατί εσύ κι όχι εγώ αυτό να
μην το κάμω. Και ό, τι δεν πέτυχαν με τη γνωστή δολερή διχόνοια που ταλανίζει
τη φυλή μας, το ολοκλήρωσαν με την προδοσία που παίχτηκε σε μία πράξη με τη
Μικρασιατική καταστροφή, τον αφανισμό του Ελληνισμού στην Ιωνία και την Ελλάδα
στη γωνία.. Μετά την ήττα ο
ελληνικός στρατός αναγκάστηκε σε οπισθοχώρηση και οι Έλληνες της Μ. Ασίας σε αποχώρηση
μέσα από σκηνές κολάσεως και Αποκαλύψεως. Μια θρησκεία
αγάπης υπό διωγμό, και ένας πολιτισμός σε εξαφάνιση. Μια εποποιΐα σε τραγωδία,
μια γενοκτονία σε αυτοκτονία. Και δεν τα λέμε μόνο εμείς. Λίγες φράσεις από τις «προσωπικές
αναμνήσεις» του Οκτάβιου Μερλιέ, είναι αρκετές: «Άκουσα τον πιο
σπαρακτικό θρήνο για τον Ελληνισμό που είχε δολοφονηθεί, με την προδοσία των
Μεγάλων Δυνάμεων, για το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν
σκοτωθεί, κρεμαστεί, που πολλοί ενταφιαστεί και ζωντανοί. Για τις πολιτείες που έγιναν παρανάλωμα πυρός, για το
πνίξιμο μέσα στο αίμα τριών χιλιάδων ετών και γι’ αυτούς που έζησαν τον
αποχωρισμό…» Η μεγάλη ιδέα για
μια μεγάλη Ελλάδα που φάνηκε να παίρνει
σάρκα και οστά, έμειναν άταφες οι σάρκες μας και στη μνήμη τα οστά μας.
Αν και πολλά από αυτά πωλήθηκαν αργότερα από τους Τούρκους σε βιομηχανίες της
Ιταλίας. Με την Συνθήκη
της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923), την οποία κι αυτή αμφισβητούν σήμερα οι γείτονές
μας, όπως άλλωστε και κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου, καθορίστηκαν τα νέα
εδάφη του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα, που με την ανταλλαγή
πληθυσμών η Τουρκία ξεσπίτωσε 1.650.000 Έλληνες. Δυο καλοκαίρια
είναι αυτά που σημάδεψαν το τέλος της Μεγάλης Ιδέας: Το καλοκαίρι του 1922 και
το καλοκαίρι του 1974. Και στα δύο είχαμε, αν αυτό μας λέει κάτι, τους ίδιους
«συμμάχους-προστάτες-προδότες» και τον ίδιο εχθρό. Αλλά όσο κι αν προσπαθούν να μας φάνε, όπως λέει και ο
Μακρυγιάννης, τρώνε-τρώνε μα μένει και μαγιά. Κι όταν οι λίγοι αποφασίσουν να
πεθάνουν, τότε νικούν! Φιλέλληνες έχουμε
σε όλο τον κόσμο πολλούς. Φίλια κράτη επίσης πάρα-πολλά, αλλά με κανένα από αυτά,
δυστυχώς, δεν συνορεύουμε. Αν με έναν ηγέτη
όπως τον Ελευθέριο Βενιζέλο και έναν γενναίο Βασιλιά Κωνσταντίνο δεν καταφέραμε
να κάνομε το όνειρο πραγματικότητα, τότε ας μην πανηγυρίζομε στο εξής για
τίποτα και μην πιστεύομε ούτε στα αυτιά μας μηδέ και στα μάτια μας. Όσο κι αν ο λύκος την τρίχα του αλλάζει, τη γνώμη του όμως
ποτέ, καθότι μετά με την Κύπρο, αργότερα
με τα Ίμια, του άνοιξε η όρεξη και σήμερα ζητάει 28 νησιά και το μισό Αιγαίο,
πρέπει να είμαστε πάντοτε σε ετοιμότητα για να μη γνωρίσουμε και ζήσουμε τα
χειρότερα. Κι αν η
γενοκτονία των Ελλήνων από το 1914 έως το 1922 θεωρείται γεγονός τραγικότερο
και από την άλωση της Πόλης, ο σημερινός ξεριζωμός από εχθρούς και «συμμάχους»
είναι χειρότερος και τραγικότερος, γιατί επιδιώκεται να συμβεί στις καρδιές μας
και στις ψυχές μας. Κι αφού μας
εξαθλίωσαν οικονομικά, επιδιώκουν να μας μετατρέψουν σε λωτοφάγους δίχως
μνήμη, χωρίς πατρίδα, χωρίς θρησκεία,
χωρίς αρχές, δίχως αξίες, χωρίς γλώσσα, με την Κερκόπορτα της Φυλής μας να
είναι συνέχεια ανοιχτή κι ο εχθρός πλέον όχι εκτός συνόρων, αλλά εντός των
τειχών. Από το «Δεν
διεκδικούμε τίποτε» που λέγαμε, φτάσαμε να τα δίνουμε ένα-ένα, όλα. Δεν
ενδιαφερόμαστε, δε λέμε τίποτα για τη Β. Ήπειρο και ο γείτονάς μας διεκδικεί
όλη την Ήπειρο. Δώσαμε όνομα και γλώσσα στον άλλο γείτονα και σε λίγο θα
ζητάει με τη σειρά του κι αυτός η «μακεδονική» να διδάσκεται στα σχολεία μας
ώσπου να μάθει σε βάθος χρόνου, γιατί όχι, να μιλάει και να γράφει στην αρχαία
ελληνική, αφού εμείς έτσι όπως πάμε θα γράφουμε σε λίγο στο λατινικό αλφάβητο. Ακόμα και αν σβήσει από το σύνταγμά του τον αλυτρωτισμό θα
υπάρχει για πάντα στην καρδιά του, όπως και υπάρχει και στην καρδιά του
Σουλτάνου που λέει ότι χτυπάει για όλους τους ομοεθνείς του όπου κι αν
βρίσκονται. Η δική μας καρδιά
λοιπόν όχι μόνο πρέπει να χτυπάει, αλλά να σπαράζει για τα δικά μας χώματα που
εκείνοι πατούν, και η ψυχή μας να λαχταράει για τους ομογενείς μας των πέντε
ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Αντί λοιπόν να βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας με τη
σαλαμοποίηση της Παγκοσμιοποίησης και να παίρνουμε τα μέτρα μας, λέμε οι
αφελείς πάνω από το σταυρό σαν καλοί δήθεν χριστιανοί: «Άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», ενώ όλοι αυτοί
γνωρίζουσι τι ζητούσι και τι διεκδικούσι.. Αν «το δις
εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού», τότε το πολλάκις εξαμαρτείν ενός λαού, έστι λαού
άνευ μυαλού. Με την ελπίδα μας μεσίστια, με την πίστη «τω αγνώστω Θεώ»,
το ηθικό τραυματισμένο, με το «εγώ» στο κάστρο του, με το «εμείς»
εξαφανισμένο, και με μια πνευματική ηγεσία στο σκοτάδι, αιμορραγεί η
πατρίδα μας και η μετάγγιση εξ ανατολών δεν είναι της δικής μας ομάδας αίματος.
Οι πρόσφυγες που έρχονται δεν θα αντικαταστήσουν ποτέ τα παιδιά μας που
φεύγουν. Με λίγα λόγια, θα έλεγε σήμερα για την ημέρα ένας γνήσιος
πατριώτης και μικρός στιχουργός: Λείψανο η Ιωνία, πόθος η επιστροφή και η μνήμη αιωνία, μας απόμεινε τροφή. Δίχως πίστη και ελπίδα
και χωρίς ιδανικά δούλα έγινε η πατρίδα της Ευρώπης ξαφνικά. Δίχως ήθος και αξίες κ’ εθνική πολιτική έσβησαν οι γαλαξίες, στο σκοτάδι κατοικεί. Δίχως κρίση στο κεφάλι, κρίση σ’ όλους τους θεσμούς στη μιζέρια και στο χάλι σπάσαμε όλους τους δεσμούς. Ώρα να αφυπνιστούμε πριν να είναι πια αργά όλοι να ενστερνιστούμε και να δράσουμε γοργά. Και από τούτη τη στιγμή μ’ υψωμένη τη γροθιά σαν Σπαρτιάτες με πυγμή, η φωνή μας μπαλοθιά: Ζήτω η Ελλάδα μας!