Vekrakos
Spartorama | Οι ομιλίες στην εκδήλωση «εις μνήμην Δημήτρη Πετσετίδη»

Οι ομιλίες στην εκδήλωση «εις μνήμην Δημήτρη Πετσετίδη»

Πηγή 22/11/2017 Εκτύπωση Δημοτικά Εκδηλώσεις Πολιτισμός
Οι ομιλίες στην εκδήλωση «εις μνήμην Δημήτρη Πετσετίδη»
Ομιλητές: Θανάσης Βαλτινός, Σωτήρης Δημητρίου, Δημήτρης Αλεξίου και Γεωργία-Κακούρου Χρόνη
Οδός Εμπόρων

Για την εκδήλωση αποδοχής της δωρεάς προτομής του Σπαρτιάτη λογοτέχνη Δημήτρη Πετσετίδη (1940-2017), στο Μουσείο Νεότερης Σπάρτης, με ομιλίες των λογοτεχνών Θανάση Βαλτινού, Σωτήρη Δημητρίου, Δημήτρη Αλεξίου, καθώς και της μουσειολόγου Γεωργίας Κακούρου-Χρόνη. 

Το Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017 στις 7.30 μ.μ. μία συγκινητική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Νεότερης Σπάρτης. Η σεμνή εκδήλωση, που οργανώθηκε από το Νομικό Πρόσωπο Πολιτισμού και Περιβάλλοντος Δήμου Σπάρτης και τη Διοικούσα Επιτροπή του Μουσείου Νεότερης Σπάρτης, αφορούσε την αποδοχή δωρεάς προτομής του Σπαρτιάτη λογοτέχνη Δημήτρη Πετσετίδη (1940-2017), την οποία φιλοτέχνησε και προσέφερε στο Μουσείο Νεότερης Σπάρτης ο νέος γλύπτης και μαθητής του λογοτέχνη, Δημοσθένης Τζανάκος. 

Διακεκριμένοι Έλληνες λογοτέχνες, μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων, όπως άλλωστε υπήρξε και ο Δ. Πετσετίδης, τίμησαν την εκδήλωση αυτή με την παρουσία τους και μίλησαν διεξοδικά, αναφερόμενοι τόσο στην προσωπική σχέση που είχαν αναπτύξει με το λογοτέχνη, όσο και στη λογοτεχνική αξία του έργου του: Ο Θανάσης Βαλτινός, λογοτέχνης, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ο Σωτήρης Δημητρίου, πεζογράφος και ο Δημήτρης Αλεξίου, ποιητής. 

Την ιερότητα της σχέσης δασκάλου-μαθητή ανέδειξε η μουσειολόγος Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, αναφερόμενη στη στενή σχέση του Δημήτρη Πετσετίδη με το Δημοσθένη Τζανάκο. 

Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο Βουλευτής Λακωνίας Σταύρος Αραχωβίτης, ο τ. Ευρωβουλευτής Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, ο Δήμαρχος Σπάρτης Βαγγέλης Βαλιώτης, ο τ. Δήμαρχος Τεγέας, σημερινός αντιδήμαρχος Τρίπολης και εκπρόσωπος της ΟΕΦΕ, Δημήτρης Βόσνος, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος επαγγελματιών βιοτεχνών Αρκαδίας και αντιπρόεδρος της ΓΕΣΕΒΕΕ και ο Παναγιώτης Βαχαβιώλος, εκπρόσωπος των εκπαιδευτικών φροντιστών Αρκαδίας – Λακωνίας. 

Χαιρετισμό απηύθυναν ο Βουλευτής Λακωνίας Σταύρος Αραχωβίτης, ο Δήμαρχος Σπάρτης Βαγγέλης Βαλιώτης, η πρόεδρος του ΝΠΠΠ Δήμου Σπάρτης Γεωργία Γαλανοπούλου και ο Παναγιώτης Βαχαβιώλος, εκπρόσωπος εκπαιδευτικών φροντιστών Αρκαδίας – Λακωνίας. Όλοι συνδέονταν με φιλικές και συναδερφικές σχέσεις με το Δ. Πετσετίδη, όπως και με σχέσεις δασκάλου- μαθητή. Την εκδήλωση παρουσίασε η Δρ. Πέπη Γαβαλά. 

Στην εκδήλωση παραβρέθηκε σύσσωμη η οικογένεια του Δημήτρη Πετσετίδη, η σύζυγος Πίτσα και οι θυγατέρες του Κατερίνα, Μαρία και Δώρα. 

Πλήθος κόσμου, όλων των ηλικιών, κατέκλυσε τις αίθουσες της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης, όπου πραγματοποιήθηκαν οι ομιλίες: Μαθητές, Φοιτητές, παλιοί συνάδελφοι και φίλοι του Δημήτρη Πετσετίδη από όλα τα μέρη της Λακωνίας και της Αρκαδίας και όχι μόνο. 

Η εκδήλωση έκλεισε με την παρουσίαση της προτομής του λογοτέχνη στο Κοινό, το οποίο υποδέχτηκε με θέρμη και συγκίνηση το έργο και τον νεαρό καλλιτέχνη. Η προτομή παρουσιάστηκε μαζί με τα βιβλία του λογοτέχνη, προσφορά του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Αρκαδίας - Λακωνίας. 

 

Ακολουθούν οι τέσσερις ομιλίες

Θανάσης Βαλτινός 

Ο Δημήτρης Πετσετίδης έχει γράψει μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας.

Δεν είναι πια μαζί μας. Κοιτάζοντας πίσω θυμάμαι τις συζητήσεις μας, για τη ζωή κυρίως, με μια χροιά ονείρου πια και αναρωτιέμαι αν εκείνες οι συζητήσεις υπήρξαν όντως. Σ’ αυτές τις στιγμές αμφιβολίας, για να βεβαιωθώ καταφεύγω στα διηγήματά του, τα υπέροχα διηγήματά του.

Θα παρακαλέσω την κόρη του Δώρα να διαβάσει αυτή 2-3 σελίδες από τον «Ανάπλου». Αναφέρονται σε εκείνη την εποχή και έχουν σχέση φυσικά με τον Δημήτρη.

…………………………………………………………………………………………..

Οι Ιταλοί ήσαν εξαιρετικά θεατρικοί. 

Και η πλατεία του Δημαρχείου της Σπάρτης λειτούργησε αρκετές φορές ως σκηνή. Η κεντρική πλατεία. Είναι η πρώτη φορά που είμαι στην πόλη γι’ αυτές τις εξετάσεις. Δεν θυμάμαι ποιος με συνοδεύει. Είναι ο πατέρας μου ή ο Βασίλης; Πλησιάζει να πέσει ο ήλιος και ένα μικρό άγημα προχωράει για την υποστολή της σημαίας. Ο κόσμος παραμερίζει και κοιτάζει. Ο σαλπιγκτής χτυπάει προσοχή. Από την τρομπέτα του κρέμεται ένα χρυσό κορδόνι, ο ίδιος έχει στο καπέλο του φτερά. Στο μικρό χάσμα του χρόνου που ακολουθεί, παρουσιάζεται στην πέρα γωνία ο τυφλός ντελάλης της πόλης. Κινείται μόνος, ακολουθώντας με το ραβδί του τα κράσπεδα των πεζοδρομίων. Η ησυχία τον ξενίζει. Φωνάζει κάποιο όνομα διερευνητικά. Δεν παίρνει απάντηση. Η φωνή του είναι ένρινη, έχει κάτι δυσοίωνο. Και τότε-αυτό είναι το παράλογο. Σ’αυτό το ελάχιστο χάσμα αρχίζει να ντελαλάει: «Ακούστε κόσμε. Ο Περγαντής άνοιξε καινούργιο βαρέλι σαρδέλες». Ο Περγαντής. Μεγαλομπακάλης, ακριβώς πίσω του, σε κείνη την ίδια γωνία της πλατείας. Στη δεκαετία του ’50 ένας από τους γιούς του θα ασχοληθεί με την παραγωγή ταινιών, στην Αθήνα, Ηλίας Περγαντής. Περγαντής φιλμς. Ο ντελάλης ο επονομαζόμενος Στραβογρηγόρης.

Οι Ιταλοί εκλαμβάνουν τις φωνές του ως κοροϊδία. Τρέχουν δύο και τον αρχίζουν στις μπούφλες. Τον ρίχνουν κάτω, τον κλωτσάν. Κανείς δεν τολμάει να σαλέψει. Ακόμα και μετά το παιάνισμα της υποστολής. Και μετά την αποχώρηση του αγήματος. Ο ντελάλης σηκώνεται. Τα χείλη του έχουν σκιστεί. Ένα μικρό αγόρι, μικρότερο από μένα ξεφεύγει από τα χέρια του πατέρα του και τρέχοντας του δίνει το ραβδί του. Πολλά χρόνια μετά θα μάθω συμπτωματικά ότι εκείνο το αγόρι λεγόταν Δημήτρης Πετσετίδης. 

Ο ντελάλης με το ραβδί προτεταμένο ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο. Προσπαθεί να προσανατολιστεί. Κάποιος πάει να τον πιάσει από το μπράτσο. Αυτός τινάζεται δεν θέλει βοήθεια. Τινάζει το σακάκι του, το κουμπώνει υψώνει το κεφάλι περιμαζεύοντας την στραπατσαρισμένη αξιοπρέπειά του. Και τότε το παράλογο ολοκληρώνεται. Ξαναβάζει τη φωνή: «Τρέξτε κόσμε. Ο Περγαντής άνοιξε καινούριο βαρέλι σαρδέλες». Ο ίδιος ο Περγαντής πετάχτηκε μέσα από το μαγαζί του. «Ρε Γρηγόρη τι λες»; Ένας γέλασε κοροϊδευτικά και αποχώρησε. Έτσι έσπασε ο κύκλος. Λένε ότι τίποτα δεν χάνεται. Αν ισχύει αυτό, οι κραυγές ή οι οιμωγές μας - η φωνή του ντελάλη σε ποια μήκη ταξιδεύει ακόμα; 

- Κατά τη γνώμη σου γιατί το έκανε αυτό;

- Δεν ξέρω. Δεν έχει το φως του. Κινείται σ’ έναν κόσμο υποθετικό. Η Κατοχή είναι μια τεράστια αλλαγή, μάλλον δεν μπορεί να την συλλάβει. Ο μεγάλος λιμός βρίσκεται επί θύραις. Η μαύρη αγορά το ίδιο. Ίσως τα οσμίζεται. Είναι ένας Τειρεσίας.

- Τον Πετσετίδη πότε τον γνώρισες;

- Νομίζω μετά το δεύτερο βιβλίο του. Μου άρεσε και είχα γράψει ένα μικρό άρθρο στο «Δέντρο». Είναι πέντε - έξι χρόνια νεότερός μου και έχει μια τρομαχτική μνήμη. Ιδίως για εκείνα τα χρόνια. Αφύσικη.

Καθόμασταν στο Dolce με άλλους, τους έλεγα ότι είχα αυτολογοκριθεί σε ένα κείμενό μου. Προσπαθούσα να ερμηνεύσω αυτήν την ψυχολογική δυσκολία να πεις την αλήθεια για όσα ξέρεις, όταν η κρατούσα εντύπωση είναι αντίθετη.

- Κείμενο πού;

- Στο «Αντί». «Πενήντα χρόνια από τον Εμφύλιο». Περιέγραφα την είσοδο των ανταρτών στη Σπάρτη. Τους διάφορους αγκιτάτορες που από τον εξώστη του δημαρχείου ξεσήκωναν τον κόσμο. Καταγγέλλοντας συνήθως – και συνηθέστερα ζητώντας θάνατο. Θάνατο στους πλουτοκράτες, θάνατο στους τσιφλικάδες. Θάνατο, θάνατο. Συχνά οι καταγγελίες προσωποποιούνταν. Θάνατος στον τάδε, στον δείνα. Και ο κόσμος από κάτω στενεμένος να ωρύεται: Θάαανατος. Εκεί είχα αποσιωπήσει τον Σφακιανό.

- Ο Σφακιανός τι ήταν;

- Καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Είχε πολεμήσει στην Αλβανία. Μόνιμος υπολοχαγός. Ξέμεινε αποκλεισμένος στην Πελοπόννησο, με τα υπολείμματα της μεραρχίας Κρητών. Το Σφακιανός ήταν ψευδώνυμο. Σκοτώθηκε το 1949 στον Πάρνωνα, με τον Δημοκρατικό Στρατό.

- Γιατί έπρεπε να μην τον αποσιωπήσεις;

- Ήταν ένας από τους ρήτορες που έβγαιναν τότε στο μπαλκόνι του Δημαρχείου. Στην ίδια κεντρική πλατεία. Κοντός, με γενειάδα, με σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος. Και στη ζώνη τις δύο κάμες. Την Ελένη και τη Μαριώ. Κόμπαζε. Μ’ αυτές τιμωρούσε τα θύματά του. Πάντα «προδότες». Τους έδινε την ευχέρεια να διαλέξουν με ποια από τις δύο θα τους έσφαζε, ένα είδος τελευταίας επιθυμίας. Με την Ελένη ή τη Μαριώ.

Είμαι εκεί. Είμαι δεκατριών χρονών. Δεν ξέρω ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε αυτή η παράσταση φρίκης. Πάντως την αποσιώπησα. Κανένας δεν θα με πίστευε.

- Ούτε εγώ σε πιστεύω. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνειά σου.

- Το καταλαβαίνω. Υπάρχουν φιξαρισμένες αντιλήψεις, δύσκολα μαχητές. Εκεί με διέκοψε ο Πετσετίδης. «Την έχω γράψει αυτή τη σκηνή», είπε. Στο διήγημα «Σιδηροδρομικός σταθμός Σπάρτης». Εφημερίδα «Καθημερινή». Το ’80, Νοέμβριο. Όντως την έχει γράψει - με κάποια ασάφεια ως προς την ιστορική καταγωγή του ήρωα. Αυτή την αποτρόπαιη σκηνή που αποθησαυρίστηκε ως παιδικό τραγουδάκι. «Τη μια τη λεν Ελένη – την άλλη Μαριγώ - Όλοι θα περάσετε από δω». 

Αγαπητοί φίλοι,

είμαι εξαιρετικά συγκινημένος, ευχαριστώ τη Δώρα για την ανάγνωση, ευχαριστώ την κυρία Γαβαλά και την κυρία Χρόνη που οργάνωσαν αυτή τη βραδιά τιμής και μνήμης στον Δημήτρη.

 

Σωτήρης Δημητρίου 

Η εικόνα που μου έρχεται στον νου από τα διηγήματα του Δημήτρη Πετσετίδη είναι ένα κίτρινο αποκαλοκαιρινό χωράφι.

Σ’ αυτό το ξεροχώραφο χώρεσαν όλες οι φιγούρες του.

Αυτό το χωράφι έσκαβε ολοζωίς.

Ήταν εμμονικός συγγραφέας. Δεν τον ένοιαζε η επέκταση.

Σαν να είδε κάποτε στην παιδική του ηλικία ένα βαθύ όνειρο και παγιδεύτηκε έκτοτε στις αυλακιές του.

Δεν εκβιάζει την ιστορία, δεν αναζητά ευρήματα, απουσιάζουν οι επιτηδευμένες λέξεις.

Κοντολογίς δεν τραβάει τον αναγνώστη απ’ το μανίκι.

Ταπεινά αρχίζει το διήγημα, ταπεινά το τελειώνει.

Εν τούτοις διατρέχει το διήγημα ιδιότυπη ποιητικότητα χωρίς ίχνος ποίησης αν μπορεί να ειπωθεί.

Και αίφνης το φτωχό, λιτό διήγημα ακτινοβολεί και λάμπει.

Όσο και να ψάξει κανείς δεν θα βρει την πηγή αυτού του φωτός, τόσο χωνεμένο είναι στην διήγηση.

Ας πούμε ότι είναι ο τρόπος του. Ο αποδραματικός, άκρως λιτός λόγος του.

Η ψυχρή σχεδόν καταγραφή αλλά και η άρρητη πλην μονίμως παρούσα παιδική έκπληξη.

Η νηφαλιότητα της διηγήσεως.

Και μια μόνιμη μόλις αισθητή πάσπαλη ηδύτητας που σκέπει όλο το διήγημα.

Ο απόηχός του, η αύρα του σε διαποτίζει με μιαν νοσταλγία για κάτι αχνό, μακρινό που ζήσαμε και δεν ξέρουμε να το ονομάσουμε.

Η υπόγεια έκπληξη του συγγραφέα μεταδίδεται και στον αναγνώστη.

Η άλλη εικόνα που έχω είναι ο συγγραφέας να διηγείται ο ίδιος σε μιαν προσηλωμένη ομήγυρι.

Τα άπειρα σημεία στίξεως που μόνον η προφορικότητα διαθέτει σαν να περιβάλλουν τα καλούπια των λέξεων του διηγήματος.

Αυτή η ευεργετική αίσθηση της προφορικότητας σε ωθεί να πεις μετά το πέρας της αναγνώσεως «βρε, βρε πράματα».

Και νιώθεις ότι και ο συγγραφέας πιο πολύ με το βλέμμα του σε ρωτάει «είδες τι είδα;»

Και δευτερευόντως «είδες ό,τι είδα;»

Όλοι οι ήρωες του αδιακρίτως θύτες και θύματα είναι ισότιμοι πολίτες στην γοητευτική πολιτεία της λογοτεχνίας του. Αίφνης βρωμόλογα και ύβρεις ανάγονται σε μιαν αλλόκοτη αισθητικότητα.

Οι ήρωές του είναι μαθητόπαιδες, φοιτητές, χίτες, ελασίτες, στρατιώτες, αγρότες, θήλεα εν οίκο κυρίως, βοσκοί, απαλέτες και ως μόνιμη επωδός παιδιά και πάλι παιδιά.

Αλλά και πολλοί οδηγοί και αυτοκίνητα του στρατού και εργολαβικά και λεωφορεία και χωματόδρομοι.

Αν ήταν να συνοδεύσω και με μια μυρωδιά τα διηγήματα του Πετσετίδη αυτή είναι η αψάδα της βενζίνης.

Εξ αυτής της μυρωδιάς και βέβαια απ’ την λεπτή ψυχολογική παρατήρησή του τα διηγήματά του στενοχώραφου αναβιβάζονται σ’ έναν αρχετυπικό κοσμοπολιτισμό.

Τόσο ορισμένος ο κόσμος του και όμως τόσο διαφορετικό το παράξενο χαμόγελο που χαράζεται κάθε φορά μετά το πέρας.

Όλοι οι ήρωες του αδιακρίτως θύτες και θύματα είναι ισότιμοι πολίτες στην γοητευτική πολιτεία της λογοτεχνίας του. Αίφνης βρωμόλογα και ύβρεις ανάγονται σε μιαν αλλόκοτη αισθητικότητα.

Ακόμα και οι στυγνότεροι εγκληματίες περιβάλλονται από κάποιαν άλω.

Σαν να βρίσκονται πλέον ως λογοτεχνικοί ήρωες πέραν της ηθικής και του νόμου της ζωής ετούτης.

Ο αναγνώστης ακολουθώντας τα χνάρια του συγγραφέα δεν αγανακτεί, δεν δικάζει, δεν αποδίδει ευθύνες. Χαίρεται απλώς την λογοτεχνική πράξη ίσως σκεπτόμενος πολύ αχνά την μοίρα. Λένε για τον καλό συγγραφέα ότι μετουσιώνει σε απόλαυση και γαλήνη και τα πλέον ζοφερά θέματα.

Τέτοιες παραμυθίες μας προσφέρει ο Δημήτρης Πετσετίδης.

 

Δημήτρης Αλεξίου 

Ο Δημήτρης Πετσετίδης γεννήθηκε εδώ, στη Σπάρτη το 1940. Τα παιδικά του χρόνια συμπίπτουν με την ταραγμένη δεκαετία 1940-1950. Ανήκει, λοιπόν, ηλικιακά στη γενιά που είχε την ατυχία ο παιδικός της παράδεισος να συνδεθεί με την κόλαση της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τα γεγονότα αυτής της περιόδου επανέρχονται σε όλο το έργο του Πετσετίδη, με εξέχοντα στοιχεία την πείνα, τον φόβο, την αλληλοεξόντωση και στη συνέχεια τη μετανάστευση. 

Ίσως εξ αρχής θα πρέπει να χωρίσω τα διηγήματα του Πετσετίδη σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα λακωνικά, όσα δηλαδή έχουν σχέση με τον γενέθλιο τόπο και την παιδική του ηλικία, που πράγματι σε απογειώνουν και στα αθηναϊκά, όσα έχουν σχέση με την περίοδο και τις εμπειρίες που έζησε ο συγγραφέας στην Αθήνα. Θεωρώ αναγκαίον αυτόν τον διαχωρισμό, γιατί αντιστοιχεί στις δύο περιοχές απ’ όπου αντλεί το υλικό του, είτε ενεργοποιώντας τη μνήμη του είτε βιώνοντας καταστάσεις που αφυπνίζουν την ευαισθησία του. 

Διάλεξα να μιλήσω για ένα θέμα που τον απασχολεί επίμονα και στα τρία πρώτα βιβλία του: Τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. 

Ο Πετσετίδης γνωρίζει τον Εμφύλιο στην τρυφερή ηλικία των 5 έως 10 ετών. Στα παιδικά του μάτια, στην άγραφη μαγνητοταινία του μυαλού του, αποτυπώνονται ανεξίτηλα: πρόσωπα, τοποθεσίες, γεγονότα, συνθήκες, που οι περισσότεροι τα έχουν ξεχάσει, ή δεν τους απασχόλησαν, ούτε τους προξένησαν καμιά εντύπωση τότε, κατά τη στιγμή της τελέσεώς τους. 

Ο Πετσετίδης ανασύρει συμβάντα καταπλακωμένα από τη λήθη, τον φόβο, τον υπολογισμό, την ντροπή, τις πολιτικές σκοπιμότητες, και σαν καλός σκακιστής που είναι ο ίδιος, αποδεικνύει ότι το παιχνίδι της μνήμης αποτελεί γι’ αυτόν επιστήμη. 

Σχεδόν πάντα ο Εμφύλιος ορίζεται ως «κατάσταση». Δεν περιγράφονται αιματηρές συρράξεις. Η βία είναι τις περισσότερες φορές ψυχολογική και εκφράζεται ως απόηχος του Εμφυλίου στα μετέπειτα χρόνια. Ταράζει τον ύπνο των εφησυχασμένων και γίνεται, ντροπή, στίγμα κι εφιάλτης για όσους απέμειναν. 

Η αναφορά των εφιαλτικών στιγμών του παρελθόντος μέσα στο έργο του, δεν είναι μήτε θρήνος, μήτε κατηγορώ. Δεν καταλογίζει ευθύνες σε καμιά παράταξη, δεν αναζητά αίτια, δεν μεροληπτεί. 

Η αναφορά των εφιαλτικών στιγμών του παρελθόντος μέσα στο έργο του, δεν είναι μήτε θρήνος, μήτε κατηγορώ. Δεν καταλογίζει ευθύνες σε καμιά παράταξη, δεν αναζητά αίτια, δεν μεροληπτεί. Αποφεύγει τους χαρακτηρισμούς. Γράφει πάντα: «οι μεν» και «οι δε». Συνειδητή πολιτική θέση; Συγγραφική επιδεξιότητα; Πάντως, απολύτως αιτιολογημένη, αφού ο τρόπος γραφής που επιλέγει είναι να βάζει τον ενήλικο συγγραφέα ν’ αφηγείται μέσα από την αθώα ματιά του μικρού παιδιού, που δεν γνωρίζει και δεν κρίνει. 

Καταγράφει ό,τι αποτύπωσαν οι αισθήσεις του, αποδέχεται το όποιο συμβάν σαν αναγκαίο κακό ή σαν να ήταν αυτή η φυσική τάξη και ροή των πραγμάτων. Με την ψυχραιμία, την αθωότητα και τον ρεαλισμό, που ταιριάζουν και στον έμπειρο ενήλικο και στο ανυποψίαστο παιδί. 

Σε αυτό το όριο κινείται ο Πετσετίδης, στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του: Δώδεκα στο δίφραγκο. Αντάρτες, χίτες, καπετάνιοι, είναι τα πρόσωπα που κυριαρχούν σ’ αυτό το βιβλίο. Συχνά στην παιδική φαντασία το παλικάρι ταυτίζεται με «τον αντάρτη στο βουνό, τον πολεμιστή στη Μέση Ανατολή, τον καουμπόη στην Αμερική». 

Στην παιδική συνείδηση μύθος και πραγματικότητα έχουν γίνει ένα. Γι’ αυτό και τα περισσότερα διηγήματα καλύπτονται από την αχλύ και τη γοητεία του παραμυθιού. 

Έχει αποδειχθεί ότι η Λογοτεχνία, όταν βέβαια είναι γνήσια, μπορεί να μας πει πολύ περισσότερα πράγματα για την ιστορία μιας περιόδου από την ίδια την Ιστορία. Και με τη λογική αυτή, τα διηγήματά του είναι η ιστορία τριών τουλάχιστον δεκαετιών της Λακωνίας. 

Στη δεύτερη συλλογή: Το παιχνίδι, υποχωρεί ο μύθος – προϊούσης, της ηλικίας του συγγραφέα – και δίνει τη θέση του στον ρεαλισμό. Χαμένοι, δολοφονημένοι σε ενέδρες, άνθρωποι που χάνουν τη δουλειά τους, ανυπόταχτοι που οδηγούνται σε δίκες, και άλλοι που σωπαίνουν ή συμβιβάζονται. 

Και πάντα, δίπλα στον εφιάλτη, η παιδική αμεριμνησία να λειτουργεί αντιστικτικά. Οι μεγάλοι με τα ακόρεστα πάθη τους και οι μικροί με την αγνότητα και το παιχνίδι, ανυποψίαστοι για το μέλλον. 

Οι τραυματικές μνήμες και οι εμπειρίες του Εμφυλίου επιστρέφουν σε μικρότερο βαθμό και στο τρίτο βιβλίο του: Επίλογος στα χιόνια. Το αριστουργηματικό – και δεν πρέπει να φοβόμαστε τις λέξεις – διήγημα: «Ο Μητροκτόνος», έχει κάτι από τον ρεαλισμό του Θεοτόκη, τη μαγεία του Παπαδιαμάντη, τη δραστικότητα και την οικονομία του Θανάση Βαλτινού. 

Αναφέρει γνωστά σε όλους μας γεγονότα, μόνο που τεντώνει το νήμα μέχρι τ’ άκρα. Ως και τη μητέρα του μπορεί να σκοτώσει ο ήρωας του διηγήματος για να σωθεί. Ο Πετσετίδης συνδέει πάντα το παρελθόν με το παρόν. Εξορκίζοντας τη ζοφερή εκείνη περίοδο, έρχεται στο σήμερα, βάζοντας τον «Μητροκτόνο» να συζητάει με τη γιάτρισσα κόρη του για το καινούριο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, δημιουργώντας έτσι μια τέλεια αντίφαση και ανατροπή. Με άλλα λόγια, μας λέει πως η ζωή τραβάει μπροστά και το αδύναμο γεροντάκι που μόλις αντίκρισε και που τον είχε κάποτε υποχρεώσει να σκοτώσει την μητέρα του, είναι πια ένα φάντασμα του παρελθόντος. 

Υπόγεια πίκρα και συγκίνηση για την τύχη των θυμάτων – σε όποια παράταξη και αν βρέθηκαν – διαπερνά όλο του το έργο. Δεν υπάρχει ηρωισμός με την τρέχουσα σημασία της λέξεως. 

Πεζογραφία χαμηλών τόνων, όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα που μας πονάνε. Στέκεται με τρυφερή ματιά στο ανέμελο παρελθόν, παρατηρεί με αντισυμβατική και συγκαλυμμένα ειρωνική διάθεση το μικροαστικό παρόν και απεύχεται παρόμοιες οδυνηρές περιπέτειες για το μέλλον. 

 

Γεωργία-Κακούρου Χρόνη 

Η ιερότητα της σχέσης δάσκαλου και μαθητή. 

Ο Δημήτρης Πετσετίδης, φαντάζομαι, θα ήταν πολύ ευτυχής διαπιστώνοντας την αγάπη, όχι των αναγνωστών του αυτή τη φορά, αλλά των μαθητών του και ιδιαίτερα ενός μαθητή με τον οποίο τον συνέδεαν ξεχωριστοί δεσμοί. 

Το πρώτο «χαίρω πολύ» που θα αντάλλαξε δάσκαλος και μαθητής δεν θα ήταν το σύνηθες της κοινωνικής σύμβασης. Ο Δημήτρης θα χαιρόταν πραγματικά βλέποντας τον εγγονό του φωτογράφου Γιώργου N. Τζανάκου, τον οποίο ο ίδιος εκτιμούσε πολύ και σαν φωτογράφο και σαν «διανοούμενο» (ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Δημήτρη Πετσετίδη). 

Ο φωτογράφος Γιώργος Ν. Τζανάκος αντάμωσε στα Βαρδουνοχώρια (ή Μπαρδουνοχώρια) έναν πρώιμο έφηβο που μαζί με τα παιδιά του χωριού –του Αγίου Νικολάου Μελιτίνης– τριγυρνούσε τα καλοκαίρια στους Μύλους, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Η γιαγιά Μαριγώ του εξασφάλιζε την ελευθερία που επεδίωκε για να ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον κόσμο. 

Ήταν ο δάσκαλος που έμαθε στον Δημήτρη τις κινήσεις του παιχνιδιού και τον εισήγαγε σε ένα άλλο είδος μουσικής, την κλασική. 

Εκεί τον αντάμωσε ο φωτογράφος, που μαζί με τη φωτογραφική του μηχανή, κουβαλούσε την αγάπη του για την κλασική μουσική και το σκάκι. Ήταν ο δάσκαλος που έμαθε στον Δημήτρη τις κινήσεις του παιχνιδιού και τον εισήγαγε σε ένα άλλο είδος μουσικής, την κλασική. 

Τη μαγεία του παιχνιδιού που τον κατέκτησε, ο ίδιος ανέλαβε να διδάξει στον εγγονό του Γιώργου Τζανάκου και σε άλλα παιδιά, σε πολλά παιδιά· ως ο πρώτος και μοναδικός πρόεδρος της Τοπικής Επιτροπής Σκακιστικών Σωματείων Μεσσηνίας-Αρκαδίας-Λακωνίας (πριν να ιδρυθεί η Ένωση Σκακιστικών Σωματείων Περιφέρειας Πελοποννήσου)· προσφορά που δεν έχουμε ακόμη προσμετρήσει στον πολυτάλαντο Δημήτρη Πετσετίδη. 

Την έκθεση – την πρώτη και μοναδική απ’ όσο γνωρίζω – που πραγματοποίηθηκε στην Κουμαντάρειο Πινακοθήκη-Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης, με τίτλο «Xρόνια γλυκιάς απαντοχής σε γκρίζο φόντο. Kοντράστ μνήμης του φωτογράφου Γιώργου N. Tζανάκου» (19 Αυγούστου έως 1 Σεπτεμβρίου 2002), o Δημήτρης την είχε υποδεχθεί με μεγάλο ενθουσιασμό· έγραψε το συνοδευτικό κείμενο της έκθεσης και στάθηκε πολλές φορές μπροστά στις εκτιθέμενες φωτογραφίες αναμοχλεύοντας τις μνήμες του για συγκεκριμένα «κλικ» της μηχανής με έκδηλη απογοήτευση γι’ αυτά που ο ίδιος μπορούσε να περιγράψει, με τη φωτογραφική μνήμη που διέθετε, αλλά απουσίαζαν από την έκθεση. 

Εκείνο το κείμενό του, κατέληγε: «Ο Τζανάκος ήταν για την εποχή εκείνη [ο φωτογράφος γεννήθηκε το 1929], μέσα στη γενική εξαθλίωση της ελληνικής επαρχίας, ένας διανοούμενος. Φωτογράφιζε, έπαιζε σκάκι, διάβαζε βιβλία. Κι αν υπάρχει μια περίπτωση κατά την οποία επαληθεύεται η ρήση ότι ‘οι καλοί πεθαίνουν νέοι’ είναι η δική του. Πέθανε τριάντα χρονών». 

Σ’ αυτή την προϊστορία πάτησε εκείνο το πρώτο «χαίρω πολύ» του δάσκαλου Δημήτρη Πετσετίδη και του μαθητή του Δημοσθένη Τζανάκου. Ο δάσκαλος ανέλαβε, βέβαια, να διδάξει μαθηματικά, αλλά τα μαθηματικά μεταφράστηκαν σε ώρες διδασκαλίας που συμπεριλάμβαναν το σκάκι και το σκίτσο. Δάσκαλος και μαθητής αντάλλασσαν τα σχέδιά τους· ο θαυμασμός του μαθητή προς το πρόσωπο του δασκάλου λειτούργησε ως το όριο στο οποίο και ο ίδιος θα έπρεπε να φθάσει. Δεν έλειπε εξάλλου η ενθάρρυνση. Ο δάσκαλος υπέδειξε στον μαθητή τη Σχολή Καλών Τεχνών και κυρίως τον έπεισε για το δικαίωμα στο όνειρο πέρα από συμβατικότητες και συμβιβασμούς. 

Αυτός ο δάσκαλος είχε τη χαρά να δει τον μαθητή του αριστούχο απόφοιτο της Σχολής Καλών Τεχνών με εξαιρετικές συστάσεις από τους δασκάλους του. 

Μπορεί και τώρα να βλέπει τον Δημοσθένη, σίγουρα τον συνόδευε όλες εκείνες τις ώρες στο Εργαστήρι, όταν ο νεαρός γλύπτης συντετριμμένος από την αιφνίδια απώλεια, αρνιόταν τον θάνατο και ανέσταινε τον δάσκαλό του φιλοτεχνώντας την προτομή του με οδηγό τις μνήμες του, τη συγκίνηση και τα συναισθήματά του. Οι φωτογραφίες που του προσκόμισε η Μαρία (η δεύτερη κόρη του Δημήτρη Πετσετίδη και συμμαθήτρια και φίλη του νεαρού γλύπτη) επιβεβαίωσαν απλώς ό,τι ήδη τα ευαίσθητα χέρια είχαν πλάσει. Γιατί, κατά τον λόγο του ποιητή, ο γλύπτης «πήγαινε την ψυχή του στα χέρια του· πήγαινε ό,τι / πιο πολύτιμο είχε: τον ήλιο και τον αγέρα του». 







  

Επιμέλεια: Απόστολος Σκλάβος, bookpress.gr


Οδός Εμπόρων