Vekrakos
Spartorama | Ο θρύλος της Νεράϊδας της Μάνης

Ο θρύλος της Νεράϊδας της Μάνης

Πηγή 24/09/2017 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Λακωνία
Ο θρύλος της Νεράϊδας της Μάνης
«Η νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι΄ αντί να του πάρει τη λαλιά, του χαμογέλασε. Κι΄ ο άντρας, με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με το μεδούλι του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα»
Οδός Εμπόρων

...Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης μπαίνοντας από το τυροκομείο στο σπίτι, άρπαξε ένα σκαμνί κι έκατσε κοντά στο σοφά που τούχε στρωμένον η μάνα του. 

- Ν΄ ανάψω το φως τον ρώτησε κείνη. Σκοτάδιασε. Δεν της απεκρίθη. Αλλά η μάνα ήξερε τα χούγια του γιου της. Άμα δεν της αποκρινόταν της έδινε τη συγκατάθεση. Έτσι και ο πατέρας του, έτσι και ο πάππος του δεν τόχαν εύκολο το «ναι» σα να ντρεπόντανε, από περηφάνεια. 

Άγγιξε με την άκρη του μαύρου τσεμπεριού το βλέφαρο της, όπως έκανε πάντα, σα να δάκρυζε, κάθε φορά που θυμότανε τους πεθαμένους, τους αραχνιασμένους ανθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, άναψε το λιχνάρι, το γέμισε λάδι με το ρογί και του τόφερε. Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, το αμπάρι που ήταν γεμάτο λούπινα και καρπό, την κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη με τις άγριες μουστάκες του. 

Η μάνα έβαλε το ψωμί, το φαΐ, το σκαμνί το δικό της. Κι αρχίσανε να τρώνε δίχως να μιλούν. Άξαφνα 0 Γιώργης χτύπησε τη γροθιά του πάνου στο σοφρά: 

- Δε μπορώ να καταλάβω, είπε με θυμό, πιός βρήκε το κουράγιο να μπει στο τυροκομείο το δικό μου! Για να κλέψει τυρί. Και δεν είναι για το τυρί, τυρί έχουμε, απ’ όλα έχουμε μπερκάτι - βέρτι. Δεν το σηκώνω όμως να με κλέβουνε. 

Γύρισε στη γριά και τη ρώτησε:

- Πιός νάναι;

- Σάματις ξέρω κι’ εγώ...Από πότε κλέβουνε;

- Πάνε δύο μέρες. Και καρτέραγα να γυρίσης για να σου το πω. 

Ο άντρας ανανοήθηκε:

- Δωμέσα μπαίνει άνθρωπος ξένος, φώναξε απότομα, φοβεριστά. Αλλά που θα μου πάει; θα τον πιάσω κι ας είναι και ο βρυκόλακαςί 

Οι δαχτυλάρες του Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σαν άδραξαν, σαν νάσφιξαν ανθρώπινο σβέρκο. Σε λίγο μέρεψε, ησύχασε. Μάνα και γυιός ξανάρχισαν να τρώνε, να μιλάνε τρώγοντας. Είπανε για ένα βασιλικό καράβι —εγγλέζικο θάτανε— πούχε περάσει ανοιχτά από τον Κάβο -Γκρόσσο. Οι Μεσομανιάτες δε χορταίνανε να τ΄ αγναντεύουν, ώσπου σκαπέτησε, χάθηκε στο πέλαγο. Στο Μέζαπο μάλιστα κουβεντιάστηκε και το ρεσάλτο. Είπαν να ριχτούνε του ξένου καραβιού και να το κουρσέψουνε. Αλλά μετανοιώσανε κατόπιν. 

- Δε θάχανε μπρατσέρα για κουρσό, είπε χαμογελόντας η μάνα, που τάξερε αυτά από τα παλιά χρόνια, από τα νιάτα της. 

Κι’ αναθυμήθηκε το τραγούδι του φόβου, όπως τον ένοιωθαν τότε οι καπεταναίοι των ξένων καραβιών, κάθε φορά που ζυγώνανε τα βράχια της Μάνης: 

Από τον Κάβο Ματαπά

Σαράντα μίλια αλαργινά

Κι΄ από τον Κάβο Γκρόσσο

Σαράντα κι΄ άλλο τόσο. 

Είπανε ύστερα για τον Αναστάση και για το γιο του, που ο πρώτος χτυπήθηκε βαριά στο κεφάλι και ο δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ο Τρικούτελος, από τη Μελτίνη. όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στροτζά. Να κάψουν τα μπαρούτια τους. 

Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας το μελαψό της πρόσωπο κατά την Ανατολή. Μάνα και γιος σωπάσανε λίγο. 

- Ας ειν΄ καλά. η Μάνη! είπε ο γιος ακουμπώντας απάνω στο καρβέλι τη χερούκλα του, σα νάπαιρνε όρκο. Ας ειν΄ καλά οι πέτρες, τα κοτρώνια της Μάνης. Και τα σεριγκλολάγκαδα. Ακούς γριά; Αυτά νάναι καλά. Και να βρίσκομε μπαρουτόβολο για τις μπάλλες. Και λίγη ξεροκαυκάλα για φαΐ. Τίποτ’ άλλο δεν θέλομε. Κι από τον Πενταδαχτυλιά και δω, Τούρκος δε θα μαγαρίσει με το πόδι του το χώμα μας, όπως δεν το μαγάρισε ως τώρα. Στο λέω ‘γω! Η μάνα μαζεύτηκε ακούγοντάς τον. Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ήτανε ψηλός το κεφάλι του σα ν΄ ακούμπησε στην τράβα της σκεπής. στο δοκάρι. 

- Ταχιά, της είπε βγαίνοντας από την πόρτα, θα μείνω ‘γω στο σπίτι και θα πας εσύ με το κοπάδι στο βουνό. Τον κλέφτη πόρχεται και παίρνει το τυρί πρέπει να τον πιάσω.

- Όπως θέλεις, γιε μου, ψιθύρισε η μάνα του, εσ’ είσ΄ ο κάπος. 

Ήταν καλοκαίρι κι΄ ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης πήγε και ξάπλωσε στο λιακό, κει που ξεραίνανε τα σύκα. Όλα φουρφουλίζανε γύρω - γύρω. όπως κάνουν τα δέντρα τη νύχτα, όπως κάνουν τα νερά. Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθωκόρωνα, ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα Κάστρο Κελεφάς και Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο Κάκαβος με τα φλωριά γεμάτος. Το φεγγάρι έλαμπε απάνω από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από το Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη, ως εκεί που η στερνή πέτρινη καταβολάδα του Ταΰγετου πέφτει στ΄ αρμυρό νερό, χωρίζοντας το Μαρινήρι με το Πόρτο Κάγιο. 

Στο πεζούλι τα μικρά παιδιά από τα γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακολουθούσανε, καθώς γινότανε πάντα τη νύχτα με το φεγγάρι, τη γριά Μαυρομιχάλαινα. 

- Πες μας. κυρά, για τη χουρμαδιά και τις νεράιδες. Πως τ΄ άκουσες; Που ήταν η βάρκα;

- Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν΄ αγναντέψει το Καραθοστάση. Στο ψήλωμα. στο μοναστήρι εζούσ΄ ένας καλόγερας. Και κατέβαινε πότε - πότε στη θάλασσα να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι νεράιδες και τον πήρανε.

- Από που ήρθαν κυρά;

- Από τη μεριά της Μπαρμπαριάς. Από ‘κεί έρχονται στον τόπο μας οι νεράιδες.

- Κι’ ήταν πολλές;

- Τρεις, η μια καλλίτερη από την άλλη. Λουσοχτενισμένες κι΄ οι τρεις, λιγνές με τα χρυσά τους πασουμάκια και με τις άσπρες μπαμπακέλες τους. Η καθεμιά κρατούσε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο.

- Με δυο κεφάλια κυρά;

- Με δυο κεφάλια.

- Και κόκκινο;

- Κόκκινο, μπουγάζι, του Οξαποδώ, του Τρισκατάρατου.

- Και τον καλόγερο τι τον κάμανε κυρά; Του πήραν τη φωνή του;

- Όχι, τίποτε δεν του κάμανε. Μια είπε να τον σηκώσουν από τις αμασχάλες και να τον ρίξουν στο γυαλό. Αλλά οι δυο άλλες τον λυπήθηκαν. Έλυσαν το παλαμάρι κι’ αρμένισαν στ΄ ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω για την Καραβόπετρα κι΄ έπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν έξω από το Βενετικό κι΄ έβαλαν πλώρη για το κανάλι της Μάλτας. 

- Και τι κάνουν οι νεράιδες κυρά;

- Η μια η πιο μεγάλη έπαιξε με το λαβούτο της κι΄ οι άλλες δυο, οι πιο μικρές, χορεύανε και τραγουδούσαν. Ώσπου φάνηκε τ΄ άστρο που διώχνει τα στοιχειά, ο Αυγερινός. Και γυρίσανε πάλι στο λιμάνι, στα Μαυρομιχαλιάνικα. Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και χάθηκαν με τα περιστέρια τους, καπνός. 

- Κι΄ ο καλόγερος;

- Έστριψε τα μάτια του και νόμισε πως τάειδε όλα στ΄ όνειρό του. Αλλά στη βάρκα βρήκε κόκκινα πούπουλα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι. Τρόμαξε. Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. Απ΄ αυτό το κουκούτσι βγήκε ο χουρμάς που βλέπουμε στον τόπο μας χρόνια. 

- Ο παπούς μου, λέει ένας μικρός, έχει ακουστά πως ήρθαν κάποιοι κουρσάροι στα βράχια μας. Κι΄ είχαν χουρμάδες μαζί τους. Κι΄ ένα από τα κουκούτσια π΄ αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε χουρμάς του Λιμενιού.

- Το ξέρω, είπε η Μαυρομιχάλαινα. Κουρσάροι ήρθανε πολλές βολές στον τόπο μας από τη Μπαρμπαριά. Αλλά το χουρμά τον έφεραν οι νεράϊδες. 

Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης δεν πήγε με το κοπάδι τ΄ άλλο πρωί, έστειλε τη μάνα του. Κι΄ εκείνος έμεινε να φυλάει καραούλι για να πιάση τον κλέφτη του μαντριού. Τίποτε δεν φαινόταν κι΄ όπως η ώρα προχωρούσε γλαρώθηκε στη θέση του. 

Ξαφνικά άκουσε πατήματα ανάμεσα στα βράχια. Με το δεξί του χέρι έπιασε την πιστόλα, το γαργάλι του, και περίμενε να δει. Αλλά το χέρι του πάγωσε, γιατί δεν ήταν άνθρωπος αυτό που πρόβαλε σε λίγο. Ήταν νεράιδα. Ταμπουρώθηκε κάπου και με το μάτι περίμενε να ιδεί πιο καλά. 

Η νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι΄ αντί να του πάρει τη λαλιά, του χαμογέλασε. Κι΄ ο άντρας, με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με το μεδούλι του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα. Τη σήκωσε και την απόθεσε στο σπίτι του. Δεν ήξερε να του μιλάει παρά μόνον να του χαμογελά. Κι΄ ο Μαυρομιχάλης τίποτε άλλο δεν ήθελε για να την κάμει δικιά του. 

Αυτή η νέα γυναίκα πόμοιαζε με μαλαματόβεργη, ανέβαινε από τα βράχια στο τυροκομείο κι΄ έκλεβε το τυρί. Δεν είχε τίποτ΄ άλλο για να ζήσει. 

Την πήρε γυναίκα του, έκαμε μαζί της πολλά παιδιά. Κι΄ η «Νεράιδα» του Γιώργη του Μαυρομιχάλη, όπως τη λέγανε σ΄ όλα τα χωριά, ρίζωσε, γίνηκε Μανιάτισσα. 

Λένε πως ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκήπισσα από τη Φραγκιά, που επειδή έπεσε σε κρίμα έδωσε διαταγή ο πατέρας της να τη σκοτώσουνε. Αλλά η μάνα της που την πονούσε, δεν άφησε να γίνη το κακό. Την έβαλε σ΄ ένα καράβι κι’ είπε στον καπετάνιο να την αφήσει, στο πιο γυμνό, στο πιο ξερό, στο πιο έρημο μέρος που υπάρχει στη Μεσόγειο. Κι΄ εκείνος την άφησε στα βράχια της Μάνης. 

Ύστερα από χρόνια ο πατέρας της πεθαίνοντας ένοιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί σκότωσε την κόρη του. Αλλά η μητέρα τον ξελάφρωσε με το μυστικό της. Τούπε πως την έστειλε με καράβι μακρυά, από κείνα τα χρόνια. Την αναζητήσανε, έστειλαν νέο καράβι στη Μάνη κι’ όταν τη βρήκανε της είπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της που την είχε συγχωρήσει, που πρόσμενε τη συγχώρηση της κι΄ αυτός. 

Του την έστειλε αλλά δε γύρισε, δε θέλησε να γυρίσει στον τόπο της. Σ΄ αυτή τη γυναίκα, στο αίμα αυτής της γυναίκας, λένε πως χρωστούν οι Μαυρομιχαλαίοι την ομορφιά της ράτσας τους.

Γ. ΦΤΕΡΗΣ



  



Οδός Εμπόρων