Vekrakos
Spartorama | «Υποδειγματική υποκρισία η απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης», του Παναγιώτη Κουμουνδούρου

«Υποδειγματική υποκρισία η απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης», του Παναγιώτη Κουμουνδούρου

Spartorama 29/04/2017 Εκτύπωση Δημοτικά Παιδεία
«Υποδειγματική υποκρισία η απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης», του Παναγιώτη Κουμουνδούρου
Το ΣτΕ απέρριψε το αίτημα ανάδειξης των διευθυντών των σχολείων, μέσω μυστικής ψηφοφορίας εκ μέρους των συναδέλφων τους
Οδός Εμπόρων

Υποδειγματική υποκρισία η απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης

Η πρόσφατα δημοσιευμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του τρόπου επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων της χώρας αποτελεί πράγματι ένα μνημειώδες δικονομικό κείμενο. Μνημειώδες από απόψεως υποκρισίας.

Η διαδικασία κρίσης των υποψήφιων διευθυντών, μέσω μυστικής ψηφοφορίας εκ μέρους των συναδέλφων τους, οι οποίοι ζουν και εργάζονται μαζί τους σε διπλανές σχολικές αίθουσες, συνεδριάζουν από κοινού στην ίδια αίθουσα διδασκόντων, κυκλοφορούν στο ίδιο σχολικό προαύλιο, γενικότερα συνυπάρχουν επί πολλές ώρες, για μια ή συνήθως για πολλές σχολικές χρονιές, θεωρείται από το ΣτΕ, ως διαδικασία μη επαρκής ώστε να αποτιμηθούν το εκπαιδευτικό έργο, η προσωπικότητα και η γενική συγκρότηση του κάθε  υποψηφίου και της κάθε υποψηφίας.

Και γιατί αυτό; Επειδή, αποφαίνεται το ΣτΕ, ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου (που, ας το επαναλάβουμε, γνωρίζει επί μακρόν προτού ψηφίσει τους υποψήφιους) δεν αποτελεί «κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, όπως είναι τα καθιερωμένα συμβούλια της Διοικήσεως». Το ΣτΕ δηλαδή στην απόφαση αυτή αναγνωρίζει και αντιπαραβάλλει ως όργανο «αμεροληψίας και αντικειμενικότητας», τα γνωστά συμβούλια κρίσης που υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια. Τα εν λόγω συμβούλια, τα οποία «έκριναν» τους υποψήφιους μέσω ολιγόλεπτων συνεντεύξεων, έχουν καταγγελθεί πάμπολλες φορές από συνδικαλιστικούς φορείς (και όχι μόνο) ως φαύλα, διαβλητά, ως διεκπεραιωτές με την κατάλληλη βαθμολογία, των άνωθεν κομματικών επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης, ακριβώς μέσω της περίφημης («αμερόληπτης», υποθέτω κατά το ΣτΕ) συνέντευξης. Τα εν λόγω συμβούλια δεν τόλμησαν να τα υπερασπιστούν, στην σχετική συζήτηση στη Βουλή, οι εκπρόσωποι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ακριβώς επειδή όλοι οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν καλά και την «αμεροληψία» αλλά  και την «αντικειμενικότητα» που έχουν επιδείξει, κάθε φορά που έχουν καλεστεί  να «αποτιμήσουν» τα προσόντα των υποψηφίων. Και όμως, αυτά τα συμβούλια επικαλείται το ΣτΕ, όχι βέβαια γιατί δεν γνωρίζει πως κανείς δεν τα θεώρησε ποτέ αντικειμενικά, – η αρθρογραφία έχει βοήσει- αλλά επειδή τα μέλη του ΣτΕ εσκεμμένα αποφασίζουν, μέσω της απόφασης αυτής, να υπερβούν το ρόλο τους, ως δικαστική εξουσία, διεκδικώντας για τον εαυτό τους και νομοθετικό ρόλο, συντασσόμενοι με συγκεκριμένα ιδεολογικά ρεύματα, δρώντας με πολιτικό και όχι δικονομικό κριτήριο. Η απόφαση δεν αφορά μόνο τη διοίκηση των σχολικών μονάδων. Το Κράτος, όπως το αντιλαμβάνονται τα μέλη του ΣτΕ, πρέπει να συνεχίσει, όπως το ξέρουμε, λάφυρο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, το οποίο μέσω «αξιοκρατικών» συμβουλίων θα τοποθετεί τους ημέτερους στις θέσεις ευθύνης. Ιδέες περί εκδημοκρατισμού, περί διάχυσης της ευθύνης λειτουργίας, σήμερα μιας σχολικής μονάδας, αύριο μιας υπηρεσίας, αποτελούν προφανώς ιδέες παράδοξες ή επικίνδυνες για τους εμπνευστές της βαρύγδουπης κρίσης, της εμπνευσμένης από το ύψος του σπουδαίου Πολιτειακού τους ρόλου (είναι χρήσιμο εδώ να υπενθυμιστεί αυτό που οι σοβαρά ασχολούμενοι με το θέατρο γνωρίζουν: ο ρόλος δεν αποτελεί τεκμήριο υποκριτικής, μπορείς να είσαι ένας σπουδαίος αλλά και ένας γελοίος Οιδίποδας).

Μα δεν αληθεύει ότι τα μέλη του συλλόγου διδασκόντων κρίνουν και με υποκειμενικά κριτήρια τους υποψήφιους διευθυντές; – θα σπεύσουν να διαμαρτυρηθούν οι επικροτητές της απόφασης που μας απασχολεί. Ας δούμε λοιπόν. Ένας υποψήφιος που συγκέντρωσε το απόλυτο των ψήφων των συναδέλφων του, δηλαδή είχε ψηφιστεί 100 τοις εκατό, έχει συγκεντρώσει μόλις το 1/3 των μορίων που απαιτείτο για την ανάδειξη του ως διευθυντή, καθώς τα άλλα 2/3 των μορίων προέρχονταν από την προσμέτρηση άλλων τυπικά μετρήσιμων προσόντων (μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι, πτυχία ξένων γλωσσών, χρόνια διδακτικής και παιδαγωγικής ενασχόλησης κλπ). Με άλλα λόγια η ψήφος των συναδέλφων του συνυπολογιζόταν έως 33 τοις εκατό στην τελική κρίση αθροιζόμενη με τα τυπικά του προσόντα- ανάλογα γινόταν και κατά τη «χρυσή» εποχή των κρίσεων, μέσω της συνέντευξης των συμβουλίων. Συνεπώς αυτό που στην ουσία άλλαξε με το νόμο 4327/15, επί υφυπουργείας Κουράκη, ήταν ότι αντικαταστάθηκε η αμαρτωλή συνέντευξη (μικρός συγκεκριμένος αριθμός διορισμένων και ελεγχόμενων από την εκάστοτε Εξουσία ανθρώπων μέσα σε λίγα λεπτά «έκρινε» τους υποψήφιους μέσω τυπικών και τυποποιημένων ερωτήσεων και απαντήσεων) από την ψήφο των μελών του Συλλόγου Διδασκόντων (μεγάλος αριθμός ατόμων, μη ελεγχόμενων από την εκάστοτε Εξουσία, με εμπειρία μεγάλης συνύπαρξης με τον υποψήφιο). Είναι η δεύτερη μέθοδος αντικειμενική; Όχι ! Είναι περισσότερο αντικειμενική και δημοκρατικότερη από την προηγούμενη; Προφανώς ναι. Πώς αλλιώς; 

Για όσους αναζητούν νομικά επιχειρήματα υπάρχει η άποψη της μειοψηφούσας δικαστικού λειτουργού, μέλους του ΣτΕ, που η άποψη της καταγράφεται στην απόφαση και η οποία αποδέχεται ότι «ο σύλλογος διδασκόντων της οικείας σχολικής μονάδας- πέραν του ότι έχει εγγύτερη γνώση των συνθηκών λειτουργίας και των αναγκών της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας- είναι εν πάσει περιπτώσει όργανο μετεχόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μη στερούμενο, κατ΄αρχήν, των εχέγγυων της αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας». Δηλαδή η μειοψηφούσα δικαστικός, δεν αποδέχεται από νομικής πλευράς τα νομικά επιχειρήματα περί μη αντικειμενικότητας κλπ. Είναι και αυτό ένα δείγμα της αξίας των νομικών επιχειρημάτων. Ας προσθέσουμε το εξής «παράδοξο»: η επιλογή πρυτάνεων στα Τριτοβάθμια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν κρίθηκε ποτέ αντισυνταγματική. Και όμως στην εν λόγω διαδικασία ψήφιζαν και ψηφίζουν οι συνάδελφοι τους. Είναι, εξ ορισμού, περισσότερο αντικειμενικοί οι Πανεπιστημιακοί καθηγητές από τους δασκάλους και τους καθηγητές; Προφανώς τα νομικά επιχειρήματα έχουν τελικά ενδιαφέροντες βαθμούς ελευθερίας.

Οι αποφάσεις της δικαιοσύνης δεν μπορούν να είναι υπεράνω κριτικής. Μια τέτοια αντίληψη δημιουργεί άβατα τα οποία δεν συνάδουν με τη δημοκρατία, το βάθεμα της οποίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού τον οποίο επιδιώκει η αριστερά. Ο εκδημοκρατισμός συγκεκριμένα της εκπαίδευσης, γιατί περί αυτού πρόκειται, αποτελεί θέση της Αριστεράς, αλλά και θέση του εκπαιδευτικού κινήματος από την εποχή της μεταπολίτευσης, θέση την οποία έχουν αποδεχθεί και υιοθετήσει ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις. Προξενεί λοιπόν η απόφαση του ΣτΕ σε πολλούς, ελπίζω, εύλογα ερωτηματικά (και φυσικά θυμό). Ερωτηματικά απέναντι στα οποία όλοι έχουμε ευθύνες και δεν μπορούμε να σιωπούμε –γιατί δυστυχώς υπάρχει πολλή και αδικαιολόγητη, σιωπή από πλευρές που δεν περίμενα να μένουν σιωπηλές. 

Παναγιώτης Κουμουνδούρος
Εκπαιδευτικός
Πρόεδρος της ΕΛΜΕ Λακωνίας

 

Υ.Γ. Ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης δεν εξαντλείται φυσικά στην επιλογή των στελεχών της, αφορά πολλά πράγματα πχ. την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων/-ουσών, αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της συγκεκριμένης μάχης. Κρινόμαστε όλοι και όλες και βεβαίως και η δικαιοσύνη αλλά κυρίως το αυριανό τοπίο του δημόσιου σχολείου.


-------


Παράλληλα η ΕΛΜΕ Λακωνίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:


Για την επιλογή διευθυντών  από το Σύλλογο Διδασκόντων και την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ.

Η επιλογή διευθυντών/ντριών από τους Συλλόγους διδασκόντων,  όπως ξεκίνησε το 2015, εκτιμούμε ότι είναι μια εξέλιξη στη σωστή κατεύθυνση για τη  δημοκρατική  διοίκηση των σχολείων.  Μαζί με την ενίσχυση του ουσιαστικού ρόλου των συλλόγων διδασκόντων  θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολύ καλή βάση για τον εκδημοκρατισμό  της διοίκησης της εκπαίδευσης.

Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να ανατρέψει το κλίμα αυταρχισμού και πελατειακών σχέσεων του παρελθόντος  και να δώσει τη δυνατότητα – αν και όχι πλήρως - οι Σύλλογοι των εκπαιδευτικών να επιλέγουν το διευθυντή τους. Θα άνοιγε  έτσι  ο  δρόμος μιας ουσιαστικής  δημοκρατικής αλλαγής στο σύγχρονο δημόσιο σχολείο,  που μπορεί να ολοκληρωθεί με την κατάργηση του  καθηκοντολογίου  και την παραπέρα αναβάθμιση του ρόλου του Συλλόγου των εκπαιδευτικών, πράγμα που διεκδικεί επί χρόνια το εκπαιδευτικό κίνημα μέσα από τους αγώνες του.

Όμως, η «πολλή» δημοκρατία βλάπτει για τους μηχανισμούς της συντήρησης. Έτσι, επιλέχθηκε η δικαστική οδός για την επαναφορά με δικαστικές αποφάσεις στο «γνώριμο» παρελθόν, με αποτέλεσμα την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ.

Συνάδελφοι, η πρόκληση είναι μεγάλη!

  • Πρέπει  να  δοθεί  μαχητική  απάντηση  από τους Συλλόγους,  ΕΛΜΕ,  ΟΛΜΕ, και  να πάρουν, άμεσα, ξεκάθαρη θέση όλοι.
  • Να απαιτήσουμε να διευρυνθεί και να ολοκληρωθεί με αποφασιστικότητα και με βάση τις θέσεις του κλάδου,  η δημοκρατική στροφή στη διοίκηση των σχολείων, με κυρίαρχο το ρόλο του Συλλόγου διδασκόντων, όχι μόνο στην επιλογή των διευθυντών, αλλά και στα διοικητικά, εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα. 

Για το Δ. Σ.

Ο Πρόεδρος
Κουμουνδούρος Παναγιώτης 

Ο Γ. Γραμματέας
Χίου Αντωνία


Οδός Εμπόρων