Vekrakos
Spartorama | Φόρος τιμής στον Μιχάλη Τσαγγάρη, του Κυριάκου Φωτόπουλου

Φόρος τιμής στον Μιχάλη Τσαγγάρη, του Κυριάκου Φωτόπουλου

Spartorama 27/10/2016 Εκτύπωση Κοινωνία
Φόρος τιμής στον Μιχάλη Τσαγγάρη, του Κυριάκου Φωτόπουλου
«Μας έμαθες να ταξιδεύουμε, να μη φοβόμαστε, ν’ ανοιγόμαστε, να μυρίζουμε τις διαδρομές... Μας έμαθες Μιχάλη το motoταξίδι & χθες έκανες την τελευταία σου ανατροπή, την τελευταία έκπληξη, ακριβώς όπως ήταν & η ζωή σου»
Οδός Εμπόρων

Μιχάλη, χρόνια μου έλεγες να έρθω μαζί σας με τις μηχανές, με τα μοτοσακά όπως έλεγες.

Κι εγώ σου έλεγα ότι άκουγα φήμες πως τρέχατε, πως ταξιδεύατε πιεσμένα.

Και μου έλεγες μην ακούς, φήμες είναι.

Και πριν χρόνια σε ακολούθησα.

Όπως πριν από μένα σε ακολούθησαν, ο Πάνος, ο Σπύρος, ο Γιάννης, ο Αντώνης, ο Νίκος κι άλλοι, κι άλλοι.

Μας έμαθες να ταξιδεύουμε, να μη φοβόμαστε, ν’ ανοιγόμαστε, να μυρίζουμε τις διαδρομές.

Μας έμαθες το ταξίδι.

Μας έμαθες Μιχάλη το motoταξίδι & χθες έκανες την τελευταία σου ανατροπή, την τελευταία έκπληξη, ακριβώς όπως ήταν & η ζωή σου.

Έφυγες Μιχάλη & στα ταξίδια μας πλέον η θέση σου θα είναι κενή.

Θα μας λείπει πάντα ο Πρόεδρός μας.

Δεν χανόσουν ποτέ.

Είχες χάρισμα με τον προσανατολισμό.

Ήσουν ο μοναδικός μας πλοηγός.

Χάραζες διαδρομές.

Ιδιαίτερες διαδρομές.

Ψαγμένος σε όλα σου & συνέχεια ανήσυχος.

Δεν συμβιβαζόσουν.

Αυτό που λένε, είχες άποψη & την έλεγες.

Κι ας ερχόσουν σε αντιπαράθεση.

Ήσουν ευθύς Μιχάλη.

Ντόμπρος.

Θυμάμαι ενίοτε που λογομαχούσαμε για διάφορα θέματα.

Χθες βράδυ που μάθαμε ότι έφυγες, ο Νίκος ο γαμπρός σου είπε κάτι που σε χαρακτήριζε…

Κάτι που το έζησα μαζί σου.

Ότι ερχόσουν σε αντιπαράθεση μόνο με αυτούς που αγαπούσες.

Πράγμα που καταλάβαινα έστω & κατόπιν εορτής.

Δεν μάσαγες τα λόγια σου.

Δεν χάιδευες.

Στα ταξίδια μας συνήθως διανυκτερεύαμε μαζί σε δίκλινο.

Σε κάθε προορισμό που φθάναμε ήθελες αμέσως να «μυρίσεις» τον τόπο.

Μπαίναμε στο δωμάτιο και με είχες σούζα με την ατάκα σου «ένα, δύο, δυόμιση».

Βγάλε στολή μου έλεγες, ντύσου & φύγαμε.

Και σου έλεγα έλα ρε Μιχάλη λίγο να ξεκουραστούμε, να περιμένουμε και τα άλλα παιδιά.

Και μου έλεγες πάμε να μυρίσουμε, να περπατήσουμε στην πόλη, στο χωριό, στον τόπο, όπου ήμασταν.

Άστους αυτούς μου έλεγες είναι κουρασμένοι.

Και είχες δίκιο γιατί μαζί σου είδα περισσότερα.

Μύρισα περισσότερα.

Συνέχεια βιαζόσουν να προλάβεις.

Αλλά έτυχε εμένα να μ’ αρέσουν οι ρυθμοί σου, να ταιριάζω με τους ρυθμούς σου.

Και το ήξερες.

Αλλά ήξερες όμως ότι δεν ήθελα να σου χαλάω & χατίρι.

Σε σεβόμουν, σε εκτιμούσα και το ήξερες.

Πάντα μου άρεσαν οι άνθρωποι που είναι ζωντανοί, σε εγρήγορση, που είναι συνέχεια stand by, που δημιουργούν, που έχουν ιδέες όπως εσύ.

Και στο δωμάτιο όλο μου μιλούσες.

Διάφορες ιστορίες.

Και μετά όλοι μαζί κάθε φορά που σταματούσαμε με τα μοτοσακά να ξαποστάσουμε ήσουν πάντα το επίκεντρο.

Στην τελευταία μας βόλτα Ευρώπη σε είχαμε πάρει μαζί μας Μιχάλη και το ήξερες.

Ανέβαζα φωτογραφίες κι έκανες πάντα Λίκε όπως έλεγες το like.

Ξέρω ότι μ’ ακούς τώρα Μιχάλη.

Όπου καθόμασταν να φάμε, πάντα ήξερες και μας έμαθες να ξεχωρίζουμε τα έτοιμα τζατζίκια, μελιτζανοσαλάτες κλπ από τα χειροποίητα.

Ήσουν μποέμ.

Ακούγαμε ίδιες μουσικές και σου άρεσε.

Χιλιάδες πράγματα ήσουν Μιχάλη.

Αυτό που λένε πήγαινες ανάποδα.

Και σ’ αγαπούσαμε γι αυτό πόσοι, όσοι.

Δεν εκδηλωνόσουν, αλλά όσοι μύριζαν, ένοιωθαν την αγάπη & εκτίμησή σου.

Μετά από κάθε ταξίδι μας καλούσες στο ΕΝ ΧΑΤΙΠΙ για δεκατιανό όπως έλεγες.

Μια φέτα καψαλισμένο ψωμί με ρίγανη και μπουκουβάλα, λίγα χόρτα άγρια, ένα αυγουλάκι, μια πιπεριά από τις αγαπημένες σου, λίγη φάβα & τόσα άλλα από τα χεράκια σου.

Το απλό, το όμορφο.

Και πείραζες τον Γιάννη και τον Αντώνη που γέμιζαν τα μοτοσακά τους συνέχεια με αξεσουάρ.

Κι έβαζαν προβολάκια, ποδιές, προστατευτικά και χιλιάδες άλλα πραγματάκια.

Και τα μηχανάκια τους τα Μπε Εμ Βέν όπως τα έλεγες, τους πείραζες ότι μοιάζουν με οικοδομή, με γιαπί που όλο χτίζουν ορόφους οι μαστόροι…

Και γελάγαμε.

Εκατοντάδες χιλιόμετρα μαζί.

Μας έμαθες Μιχάλη μου να φθάνουμε με ασφάλεια στον προορισμό μας χωρίς να χάνουμε χρόνο.

Θυμάμαι που σου λέγαμε ότι θέλαμε να κατουρήσουμε κι έλεγες σε λίγο που φθάνουμε.

Και γελάγαμε.

Ένα, δύο, δυόμιση.

Κάνω την διαδρομή Σπάρτη προς Καλαμάτα δεκαετίες.

Ξέρω κάθε δέντρο, κάθε στροφή, κάθε σπιθαμή της διαδρομής με κλειστά μάτια.

Από την ώρα που έφυγα σήμερα από Σπάρτη σε σκεπτόμουν συνέχεια Μιχάλη.

Κάποια στιγμή άρχισα να σου μιλάω, κανονικά λεκτικά, με ήχο.

Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο και δεν με αφορά όπως έλεγες κι εσύ.

‘Όμως μετά από μια στροφή πέταλο Μιχάλη ήσουν εκεί.

Στην κορυφή ενός δέντρου καθόταν αρχοντικά ένα γεράκι μάλλον, πιθανόν κι αετός.

Κοκκάλωσα.

Σταμάτησα το αυτοκίνητο, βγήκα έξω κι άρχισα να φωνάζω το όνομά σου.

Μιχάληηηηηη.

Και το γεράκι πέταξε πάνω από το κεφάλι μου, έκανε δυο, τρεις κύκλους και χάθηκε.

Τόσα χρόνια που κάνω την διαδρομή από τον Ταΰγετο δεν το είχα ζήσει αυτό.

Τόσα χρόνια ποτέ δεν είδα γεράκι ή αετό σε κορυφή δέντρου να με κοιτάει.

Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα σε τόσα δέντρα το μάτι μου καρφώθηκε εκεί, σ’ εκείνο το δέντρο.

Ξέρω ότι τυχαίο δεν ήταν.

Ξέρω ότι ήσουν εσύ.

Πολύ χάρηκα ρε Μιχάλη σήμερα που σε είδα.

Χάρηκα μέσα στην τόση ελευθερία σου.

Πετούσες απίστευτα.

Περίεργο πράγμα ο άνθρωπος την μια στιγμή να κλαίει, να θλίβεται και μετά να χαίρεται.

Δεν ξέρω γιατί σήμερα εμφανίστηκες σε μένα.

Πολύ χάρηκα ρε Μιχάλη που σε είδα.

Κάτι σαν να ξαλάφρωσα, μου έφυγε ένα βάρος, δεν ξέρω.

Ησύχασα που σε είδα να πετάς έτσι.

Θα σε τιμούμε Μιχάλη και θα σ’ έχουμε δίπλα μας.

Έτσι κι αλλιώς το ΕΝ ΧΑΤΙΠΙ πάντα ήταν στέκι μας.

Έτσι κι αλλιώς ότι θυμάσαι δεν ξεχνιέται όπως λένε.

Εκεί με την Κατερίνα σου, την Μαρία σου, τον Νίκο σου και το εγγονάκι σου.

Κι όλους τους motoμαθητές σου.

Τον Γιάννη, τον Αντώνη, τον Πάνο, τον Σπύρο κι όλα τα παιδιά που έμαθες ν’ αγαπούν την μοτοσυκλέτα, τα ταξίδια, τις μουσικές, τις γεύσεις και τις στιγμές.

Να μας προσέχεις και να μας κάνεις Λίκε.

Κυριάκος Φωτόπουλος


Οδός Εμπόρων