Vekrakos
Spartorama | «Η Μπουάτ της Σπάρτης», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Η Μπουάτ της Σπάρτης», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 29/12/2018 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά
«Η Μπουάτ της Σπάρτης», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Η Μπουάτ, μ’ έναν μαγικό και ανεξήγητο τρόπο είχε βρει εκείνο το κοινό στοιχείο που ένωνε ανθρώπους κι έφερνε πιο κοντά τις καρδιές τους»
Οδός Εμπόρων

Ήταν στα 1968, όταν άνοιξε στη Σπάρτη η ΜΠΟΥΑΤ, ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα της διασκέδασης και ψυχαγωγίας στην πόλη.  Ο νέος αυτός χώρος  μουσικής έκφρασης για την Σπάρτη δεν χρειαζόταν κανένα άλλο προσδιοριστικό, αφού ήταν το πρώτο του είδους στην πόλη, παρέμεινε, έκτοτε,  μοναδικό στα χρονικά, έγραψε τη δική του ιστορία κι έγινε πραγματικός θρύλος.

Η γαλλική λέξη ΜΠΟΥΑΤ («boite»), στα ελληνικά σημαίνει «κουτί» και χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους μικρούς χώρους νεανικής διασκέδασης με ζωντανή μουσική, που ξεκίνησαν ως ιδέα στις αρχές του ’60 κι έφτασαν σε μεγάλη ακμή στα τέλη της ίδιας 10ετίας αλλά και στη 10ετία του ’70.

Η μπουάτ (μικρός χώρος με ένα πιάνο, μια κιθάρα και μια φωνή πάνω σε μια μικρή σκηνή, σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες) «χρωστά την έμπνευσή της στον Γιώργο Μπουκουβάλα, ο οποίος το 1960 άνοιξε τον «Τιπούκειτο», στην οδό Νικοδήμου στην Πλάκα. Εκεί, όπου τα νοίκια ήταν φθηνά, οι πολυκατοικίες αποκλεισμένες δια νόμου και οι άνθρωποι του μόχθου. Οι νεαροί Λάκης Παππάς και Κώστας Χατζής εμφανίζονται διαδοχικά εκεί και ο κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται για να ακούσει τα τραγούδια «γυμνά»». Η επιτυχία αυτού του νέου μουσικού χώρου έκανε, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, να  ξεφυτρώσουν σαν μανιτάρια οι ΜΠΟΥΑΤ  στην περιοχή αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια ριζική αλλαγή που επέβαλε η νεολαία, στον τρόπο ζωής και ψυχαγωγίας, στον χώρο διασκέδασης και στη μορφή μουσικής έκφρασης, που άνοιξε νέους ορίζοντες, συνέβαλε στην πολιτιστική άνοιξη του ’60 και σημάδεψε τη μουσική αναγέννηση στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Το 1964 η μουσική που ακουγόταν στις μπουάτ απέκτησε και όνομα: «Νέο Κύμα», κατά το γαλλικό «nouvel vague». Μέσα από τις Μπουάτ πέρασαν και καταξιώθηκαν στο χώρο του ποιοτικού τραγουδιού ονόματα όπως: η Μαρίζα Κωχ, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Μάνος Λοϊζος, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Λάκης Παπάς, η Καίτη Χωματά, ο Μιχάλης Βιολάρης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, η Πόπη Αστεριάδη, η Αρλέτα, ο Γιάννης Πουλόπουλος κ.α.

Η ιδέα για τη δημιουργία της ΜΠΟΥΑΤ Σπάρτης ξεκίνησε από μια παρέα καλών φίλων που σύχναζαν τότε στη Λέσχη (εποχή Μαύρακα) συζητώντας τους προβληματισμούς του καιρού τους κι αναζητώντας (μεταξύ άλλων) γόνιμες διεξόδους στη μουσική έκφραση, η οποία ήταν ένας από τους ισχυρούς συνδετικούς κρίκους της φιλία τους. Επτά από τους φίλους αυτής της παρέας (όπως λέμε: «ΚΑΙ οι 7 ήταν υπέροχοι»), με αφορμή τον προβληματισμό αυτόν και την αναζήτηση, πήραν πρωτοβουλία και αποφάσισαν να ανοίξουν το νέο αυτό μουσικό χώρο, την ΜΠΟΥΑΤ Σπάρτης. Ήταν οι:

  1. Κανελλής  Πέτρος, Τραπεζικός Υπάλληλος
  2. Καραγιαννάκος Δημοσθένης, Τοπογράφος Μηχανικός
  3. Κεφαλόπουλος Θέμης, Δικηγορικός Υπάλληλος
  4. Λαδόπουλος Θεόδωρος, Επιχειρηματίας
  5. Παπαδολιάς Χρήστος, Φαρμακοποιός
  6. Σολωμός  Ηλίας, Έμπορος
  7. Ψυχογιός Νικόλαος, Μουσικός

Η όλη προσπάθεια δεν είχε κανένα απολύτως επιχειρηματικό κίνητρο παρά μόνο την επιθυμία για επικοινωνία και την αναζήτηση ενός νέου τρόπου έκφρασης που να αντιπροσωπεύει τα «θέλω» και τα «πιστεύω» τους. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια μεγάλη και ζεστή παρέα που προσπάθησε να ζωντανέψει ένα όνειρό της. Ίσως πίστευαν πως  αν μπορείς να ονειρευτείς κάτι, μπορείς να το κάνεις. Και το έκαναν!!!

Ο χώρος που λειτούργησε η ΜΠΟΥΑΤ Σπάρτης  ήταν ένα ισόγειο, μικρό, παλιό κτήριο, με κεραμίδια, στην τυφλή (σε σχήμα Γ ) πάροδο της Γκορτσολόγου, πίσω από το Δημαρχείο, δίπλα ακριβώς από το τότε θερινό σινεμά ΦΛΟΡΑΛ. Ο χώρος αυτός ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας ΠΑΠΑΔΟΛΙΑ, που ίδρυσε και λειτούργησε εκεί, γύρω στο  1925, μια μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία ηλεκτροδότησε τους δρόμους, τα  εμπορικά καταστήματα  και την κεντρική πλατεία της Σπάρτης. Αφού ελήφθη το απαραίτητο για τις ανάγκες τραπεζικό δάνειο, οι παρέα των φίλων ρίχτηκε στη δουλειά για να στήσει το νέο χώρο διασκέδασης έτσι όπως τον είχαν φανταστεί. Πολλές δουλειές πέρασαν από τα ίδια τους τα χέρια. Ακόμα και τα καθίσματα, τα τραπέζια και τα σκαμνιά ήταν χειροποίητα, από φυσικό ξύλο, και ήταν αυτά που έδωσαν το αντισυμβατικό όνομα στο νέο μαγαζί:

Μπουάτ - «Τα σκαμνιά»!

Όταν τέλειωσαν οι εργασίες, το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω απ’ αυτό που είχαν φαντάζονταν και είχαν ονειρευτεί. Όταν ο άνθρωπος κάνει κάτι με την ψυχή του, τότε κι αυτό το «κάτι» αποκτά ψυχή. Κι επειδή η ψυχή πλάστηκε όμορφη, όμορφο είναι κι ό,τι γίνεται με την ψυχή και το μεράκι του ανθρώπου. Η ουσία κάθε ανθρώπου είναι μέσα του και η καρδιά, μαζί με την ψυχή, δε κάνει ποτέ λάθος. Γι’ αυτό, οι επτά φίλοι με την παρέα τους, κατάφεραν, από το τίποτε σχεδόν, με απλότητα, αυθορμητισμό και κέφι απεριόριστο, να φτιάξουν ένα μικρό αλλά όμορφο μαγαζί με ανεπιτήδευτη ατμόσφαιρα, έναν χώρο που σε κέρδιζε αμέσως με τη ζεστασιά του, έναν χώρο όπου ΟΛΑ (καθίσματα, τραπέζια, χρώματα, μπαρ, φωτιστικά, διακοσμητικά κλπ, κλπ ) είχαν πάνω τους τη σφραγίδα της προσωπικής φροντίδας και του γούστου. Πίσω από τους επτά «Σωματοφύλακες» της Μπουάτ Σπάρτης βρίσκονταν κι άλλοι πολλοί φίλοι, οι οποίοι βοήθησαν αφιλοκερδώς με διάφορους τρόπους: Η μεγάλη σιδερένια σόμπα, π.χ., που μπήκε στο μέσον της Μπουάτ ήταν δωρεά του φίλου Γιώργου Μηνακάκη, το πιάνο  ανήκε στον δήμο Σπάρτης και τους το «δάνεισε» ο τότε δήμαρχος, φίλος και μέλος της συντροφιάς, Γιώργος Λιναρδάκης, ενώ άλλοι φίλοι και φίλες προσφέρθηκαν και προσέφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους σε ό,τι τους ζητήθηκε ή όπου εκείνοι έκριναν πως μπορούσαν να συνεισφέρουν στην όλη προσπάθεια

Το καλλιτεχνικό μέρος της Μπουάτ ανέλαβαν ο Νίκος Ψυχογιός (πιάνο – τραγούδι) με επιλογές από το Νέο Κύμα και το Έντεχνο και ο Θέμης Κεφαλόπουλος (κιθάρα – τραγούδι) με ελαφρά τραγούδια από την παλιά, αξέχαστη εποχή. Δυο υπέροχοι καλλιτέχνες, που δεν τους έλειπε το ταλέντο ούτε ο πόθος του αγνώστου. Κάθε βράδυ, μέσα στο υποφωτισμένο, γεμάτο σκιές και χρώματα μαγαζί, ερχόταν τόσος κόσμος για να χαρεί την ατμόσφαιρα, να πιει το ποτό του (βερμούτ, ουίσκι, τζιν, κονιάκ, κλπ, με ξηρούς καρπούς) αλλά και να απολαύσει  το υπέροχο και ποιοτικό μουσικό πρόγραμμα, ώστε τα καθίσματα και τα σκαμνιά δεν έφταναν και αναγκάζονταν, πολλοί, να κάθονται στο δάπεδο, πλάι στους μουσικούς. Ανάμεσά τους και πολλά επίλεκτα μέλη της τότε κοινωνίας της Σπάρτης: γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, εκπαιδευτικοί, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ο Διοικητής του ΚΕΕΜ, ο Δήμαρχος κ.α., χωρίς να λείπουν, βέβαια, και οι απλοί άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νέοι, που είχαν ανησυχίες, φαντασία και όραμα, και γύρευαν ν’ ακούσουν ποιοτική μουσική και  κατεξοχήν υψηλή, μελοποιημένη ποίηση. Ακόμα και ο Μαύρακας, ο ιδιοκτήτης τότε της Λέσχης, αν και η μπουάτ, τρόπον τινά, ήταν ανταγωνιστική στο δικό του μαγαζί, έπαιρνε πάστες και γαλακτομπούρεκα και πήγαινε να διασκεδάσει κι αυτός εκεί και να «γλυκάνει» τους μουσικούς και τους φίλους. Αυτό και μόνο φτάνει για να δείξει ότι οι βραδιές στην Μπουάτ της Σπάρτης ήταν ένα είδος μουσικών λειτουργιών, για «πιστούς» που ήθελαν να αισθανθούν όμορφα χωρίς να χάσουν την ψυχή τους. Στην Μπουάτ της Σπάρτης μπορούσε να βρεθεί ο φτωχός αντάμα με τον πλούσιο, αφού οι τιμές ήταν πρόσφορες και δεν χρειαζόταν να έχει κάποιος πολλά λεφτά για να πάει εκεί. Μέσα σε λίγα βράδια η Μπουάτ «Τα σκαμνιά» έγινε ένας δημοφιλής χώρος ψυχαγωγίας και καθιερώθηκε ως ένας ιδιαίτερος τόπος γνωριμίας και συνάντησης. Όπως έγραψε ο Μαν. Ρασούλης για τις μπουάτ: «Ήταν οι δικοί μας χώροι. Πήγαινες μ’ ό,τι ρούχα φορούσες. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα κι όλοι μαζί μέσα σε μια κοινή μοίρα και πρεμούρα να επικοινωνήσουμε, να πλατσουρίσουμε σαν νήπια στο συλλογικό μας ασυνείδητο και σε μια νέα εθνική συνειδητότητα».

Η επικοινωνία ανάμεσα στους καλλιτέχνες και το κοινό ήταν άμεση. Όλα γίνονταν, με μιαν αύρα ανεμελιάς, αθωότητας και καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού. Χωρίς ηχητικά μηχανήματα, με μια κιθάρα κι ένα πιάνο, χωρίς καμιά ωραιοποίηση, απλοί – άμεσοι κι έτοιμοι να αυτοσχεδιάσουν, ο Θέμης Κεφαλόπουλος  και ο Νίκος Ψυχογιός ταξίδευαν, κάθε βράδυ τους θαμώνες – φίλους στα μαγικά μονοπάτια της μουσικής και του τραγουδιού, χωρίς να παραλείπουν, με σεμνότητα και καταδεχτικότητα, να δίνουν τη θέση τους σε θαμώνες, φίλους και νέα παιδιά που ήθελαν και μπορούσαν να τραγουδήσουν ή να παίξουν μουσική. Κάθε βράδυ η μπουάτ της Σπάρτης γινόταν μια αυλή του παραδείσου κι όταν τέλειωνε αργά τη νύχτα το ταξίδι, άλλο δεν έκαναν την άλλη μέρα οι θαμώνες – φίλοι από το να περιμένουν πότε θα ξαναζήσουν τη μαγεία, πότε θα «αναπνεύσουν» τραγούδια και μουσική και πότε θα επικοινωνήσουν μεταξύ τους, αφού στην Μπουάτ Σπάρτης κανένας δεν ένιωθε «πελάτης» αλλά μόνο γνωστός και φιλαράκι, «σαν να έρχεται κάποιος στο σπίτι σου και να τον κερνάς γλυκό σταφύλι και να του δίνεις ένα ποτήρι νερό». Η Μπουάτ, μ’ έναν μαγικό και ανεξήγητο τρόπο είχε βρει εκείνο το κοινό στοιχείο που ένωνε ανθρώπους κι έφερνε πιο κοντά τις καρδιές τους.

Δυστυχώς η μαγεία αυτή και το όνειρο ζωής κράτησαν μόνο τρεις μήνες. Ο τραγικός χαμός, σε τροχαίο, ενός στενού και καλού φίλου της παρέας «σκότωσε» τη χαρά και τη διάθεση για τραγούδι και διασκέδαση στην ψυχή των φίλων – ιδιοκτητών της Μπουάτ «Τα σκαμνιά», και μπήκε λουκέτο στο μαγαζί αλλά και στο όνειρο μαζί, που με τόση θέρμη είχαν ζωντανέψει και αγκαλιάσει. Το «ινδιάνικο καλοκαίρι» της Μπουάτ της Σπάρτης ήταν σύντομο, έφερε όμως ήλιο και ζεστασιά στο πολιτιστικό φθινόπωρο της πόλης, μια γλυκιά θαλπωρή που ζει ακόμα στις καρδιές όσων το έζησαν.

Μετά από κάποιο χρονικό  διάστημα η Μπουάτ πέρασε, διαδοχικά, σε άλλα και άλλα χέρια και η ιστορία της ολοκληρώθηκε άδοξα, αφού, προοδευτικά, άλλαξε τελείως χαρακτήρα κι έγινε ένα μαγαζί νυχτερινής διασκέδασης όπως απαιτούσαν οι νέοι καιροί της μεταπολίτευσης, οι οποίοι στο βωμό του κέρδους, και μόνο, αλλοτρίωσαν κάθε τι αξιόλογο και αληθινό που κληροδότησαν από το παρελθόν. Η εποχή της ποιοτικής και σοβαρής διασκέδασης και μουσικής έκφρασης, στην Ελλάδα, έδινε, πλέον, τη θέση της στα μπαρ, στις ταβέρνες, στα κοσμικά κέντρα, στα ξενυχτάδικα, στα σκυλάδικα, κλπ κλπ, τη θέση των ιδεολόγων του «χθες» έπαιρναν οι νεόπλουτοι και το ελληνικό τραγούδι έχανε τις συντεταγμένες του κι άρχιζε να παραδέρνει στην τρικυμισμένη θάλασσα του φτηνού και του μαϊμουδίσματος ξένων επιρροών.

Σήμερα, 50 ακριβώς χρόνια μετά από την ίδρυση της Μπουάτ Σπάρτης, το ταπεινό κτήριο που τη φιλοξένησε, ταλαιπωρημένο και βασανισμένο από τις αλλεπάλληλες  παρεμβάσεις που δέχτηκε κατά καιρούς, στέκεται ακόμα όρθιο, εκεί στο βάθος της τυφλής οδού Παλαιάς Ηλεκτρικής Αφών Παπαδολιά, πλάι στην επίσης βαριά τραυματισμένη ανάμνηση του θερινού σινεμά ΦΛΟΡΑΛ, κρατώντας μέσα του, ακόμα, άσβηστη τη φλόγα που κάποτε άναψε εκεί η ζεστασιά της ψυχής και το μεράκι εφτά φίλων μαζί και η αγάπη όλων εκείνων που έλαβαν την πρόσκλησή τους και προσήλθαν σ’ αυτήν την ωραία, απλή, αληθινή και αυθόρμητη γιορτή της καρδιάς και της ζωής.

 

«Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει,

αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι». 

Gabriel Garcia Marquez

 

    

29-12-2018
Βαγγέλης  Μητράκος


Οδός Εμπόρων