Vekrakos
Spartorama | Τι φέρνουν στο φως οι Μέρες Η΄του Γιώργου Σεφέρη, 1961-1963

Τι φέρνουν στο φως οι Μέρες Η΄του Γιώργου Σεφέρη, 1961-1963

Spartorama 09/11/2018 Εκτύπωση Πολιτισμός
Τι φέρνουν στο φως οι Μέρες Η΄του Γιώργου Σεφέρη, 1961-1963
Από την Τίνα Μανδηλαρά, lifo.gr
Οδός Εμπόρων

O προτελευταίος τόμος των ημερολογίων του Γιώργου Σεφέρη με τον τίτλο Μέρες Η΄, τον οποίο παρουσιάζει σε αποκλειστικότητα η LiFΟ, εκδίδεται ύστερα από πολυετή αναμονή από τις εκδόσεις Ίκαρος σε επιμέλεια Κατερίνας Κρίκου-Davis και, παρότι αφορά το σύντομο διάστημα 2 Γενάρη 1961 - 16 Δεκέμβρη 1963, είναι πλούσιος σε γεγονότα, μεταξύ των οποίων η ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ, ενώ περιλαμβάνει αναφορές σε περίβλεπτα πρόσωπα της εποχής, από τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Γκράχαμ Γκριν έως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τη Μελίνα Μερκούρη. «Η λέξη, η φτιαγμένη από πολλή ζωή και πολύ πόνο, και πολύ τριβή ανάμεσα στους ανθρώπους», Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Η΄

της Τίνας Μανδηλαρά


Η πολυαναμενόμενη κυκλοφορία του τόμου Η΄ από τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη, πάντα από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε επιμέλεια Κατερίνας Κρίκου-Davis, έρχεται σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη και τη χώρα μας, καθώς διακυβεύονται κρίσιμα θέματα ταυτότητας και η καθημερινότητα επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό της θέσης μας παντού. Η τεράστια διάσταση του σεφερικού προσώπου και έργου αναφαίνεται περισσότερο καίρια από ποτέ και καθιστά την παρούσα έκδοση όχι μόνο απαραίτητη αλλά και άκρως συμβολική.

Είναι ενδεικτικό ότι ο τόμος Η΄, που φέρνει για πρώτη φορά η LiFO στη δημοσιότητα, ξεκινά με παρατηρήσεις του Σεφέρη για τη θέση μας στην ευρωπαϊκή πολιτική κονίστρα λόγω Κυπριακού και ολοκληρώνεται με αντίστοιχες ανησυχίες για το πού ακριβώς τοποθετείται η χώρα μας σε σχέση με την Ανατολή και τη Δύση, όπως αυτές καταγράφονται στην ανεπίδοτη επιστολή προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, την οποία πολύ σοφά η επιμελήτρια περιλαμβάνει στην ίδια έκδοση. Θαρρείς πως οι λαμπρές σεφερικές σκιές των μυθικών και πραγματικών προσώπων έρχονται και πάλι προς το μέρος μας με κάθε τρόπο, καθεμιά με τον δικό της προσανατολισμό και τη δική της ιστορία: τραγικοί ήρωες συνδιαλέγονται ιδανικά με τους πραγματικούς για να δείξουν πώς φτάσαμε τελικά σε αυτό το αδιέξοδο, με το διεισδυτικό πάντα βλέμμα του Σεφέρη να αποκαλύπτει τις προφανείς αλλά και άγραφες αλήθειες.

Ο συγκεκριμένος τόμος, ο οποίος ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο της ζωής και του έργου του, μπορεί να έχει περιορισμένη χρονικά έκταση (1961-63), αλλά είναι ύψιστης συμβολικής αποτίμησης για όλους όσοι οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το σημείο αλλά και για τους προσωπικούς του μύθους που κατέρρευσαν τόσο σε πολιτικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ο ίδιος δεν φαίνεται να ασπάζεται τη νευρικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ εκφράζει απόλυτη δυσπιστία, για να μην πούμε απέχθεια, για πρόσωπα που έχαιραν καθολικής αναγνώρισης και φήμης, όπως η Μελίνα Μερκούρη.

Είναι, αντίστοιχα, ιδιαίτερα δηκτικός ως προς τους εμπλεκόμενους στις διαπραγματεύσεις της τελικής, όπως φαινόταν τότε, φάσης του Κυπριακού και φανερώνει ξεκάθαρα τα αρνητικά του αισθήματα προς τους πρίγκιπες και βασιλείς του ελληνικού κράτους, τους οποίους έχει αναλάβει να ξεναγεί σε μια σειρά από επίσημες επισκέψεις τους στο Λονδίνο, λίγο προτού εισηγηθεί την απομάκρυνσή του από την υπηρεσία. Αλλά και οι λογοτέχνες ενίοτε δείχνουν κατώτεροι των προσδοκιών, με εξαίρεση τις εποικοδομητικές συζητήσεις, οι οποίες καταλήγουν σε επιμέρους εγγραφές με τον Γκράχαμ Γκριμ, τον Ιβ Μπονφουά, τον Οδυσσέα Ελύτη – ακόμα και με τον τότε ασυρματιστή και ποιητή Νίκο Καββαδία σε μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές του παρόντος τόμου. Έντονη παρουσία έχει ο ζωγράφος Φράνσις Μπέικον, ενώ διαρκείς αναφορές γίνονται σε συναυλίες και στη μουσική που από τις πρώτες μέρες των φοιτητικών του χρόνων μέχρι και τις τελευταίες φαίνεται να «συντρίβει» (λόγια του ίδιου) τον ποιητή, όπως εκείνη η βραδιά στο Φέστιβαλ Χολ το καλοκαίρι του ΄61, όπου ακούει τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ που «δίνει τους ήχους με τις ρίζες τους». Οι τέχνες, άλλωστε, δεν ασκούν στον Σεφέρη φαινομενική αλλά καταλυτική και απόλυτη επίδραση.

«Χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια»

Αν όμως κάτι κάνει τις Μέρες Η΄ να ξεχωρίζουν είναι, κατά τη γνώμη μας, η άμεση και έντονη επαφή που έχει ο Γιώργος Σεφέρης με το μυστικό σε όλες τις εκφάνσεις του: σκέψεις, αναζητήσεις και οράματα. Ο συμβολικός κύκλος του μυστικού, όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι που ανοίγουν και κλείνουν με μεταφυσικό τρόπο στον παρόντα τόμο –επίσκεψη σε μοναστήρια, η έντονη αίσθηση μυσταγωγίας στους Δελφούς, η ονειρική συνάντησή του με τις Φαιδριάδες, η παράθεση του μουσείου μαγείας, η αναφορά του, για μια ακόμα φορά, στα τζιτζίκια, πρόδηλη παραπομπή στον ομώνυμο μύθο του Πλάτωνα από τον Φαίδρο, ακόμα και τα σχεδιάσματα για τα πλέον απόκρυφα από τα ποιήματά του–, αναδεικνύουν το άλλο πρόσωπο του ποιητή, ο οποίος, αναγιγνώσκοντας σοφά το τώρα, μαντεύει με ακρίβεια το μέλλον. Είναι η εποχή που νιώθει, αγγίζει και βλέπει περισσότερο από ποτέ, που αρχίζει να μεταφράζει το Άσμα Ασμάτων και ξέρει, ανεβαίνοντας ψηλά ως το Κωρύκειο Άντρο, πως το σώμα που πάσχει αποκαλύπτει αληθινά μεγαλεία για την ποιητική του ψυχή. Νιώθοντας την «αναστάσιμη ωδίνη», όπως την αποκαλεί, κάνει θαύματα, προσπερνά ακόμα και την αγωνία του για την επικείμενη ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ και αναζητά την ψυχική γαλήνη στα κύματα και στο φως των Κυκλάδων. Σαν να ψάχνει κι αυτός την ιδανική κόχη για να λυτρωθεί ή να ολοκληρώσει τον κύκλο του μυστικού με τα ποιητικά χαρακτηριστικά του μύθου.

«Απέσβετο και λάλον ύδωρ» γράφει εν είδει ενοράσεως για το μπετόν που πέφτει πάνω στην πηγή με το αγίασμα, δείχνοντας να ταυτίζεται με το αλλοτινό, πένθιμο σήμαντρο του Ορειβασίου, του τελευταίου ιστορικά επισκέπτη του Μαντείου των Δελφών που έμελλε να μεταφέρει από την Πυθία τα νέα για τον ερχομό του τέλους. Ο Σεφέρης είναι ο μάντης και ο ιεροφάντης που αφουγκράζεται με ακρίβεια τις υπερκοσμικές δυνάμεις που διασαλεύουν την πραγματικότητα. Η ποιητική πράξη εδώ δείχνει να κάνει με ανάλογο τρόπο τον κύκλο της – δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία του συλλογή θα έχει τον τίτλο Τα τρία κρυφά ποιήματα. 

Πάντως, η έντονη επαφή με το μεταφυσικό αυτά τα τρία πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄60, τα οποία σφραγίζουν το ποιητικό του έργο και συμπίπτουν με την αποχώρηση από τον χώρο της διπλωματίας, φέρει εντός της την αποτρόπαια δύναμη της πιο οδυνηρής προφητείας. Πολύ καίρια ο Μπίτον είχε κάνει λόγο για την καταλυτική επίδραση που άσκησε στον Σεφέρη η επίσκεψή του στην Πάτμο λίγα μόλις χρόνια πριν – αντίστοιχα, τώρα, όλη αυτή η προεργασία της κάθαρσης βρίσκει την αλήθεια της μέσα από το άνοιγμά του στον κόσμο του μυστικού.

«Παράδοση δε θα πει μίμηση, θα πει δημιουργία. Αν είναι μίμηση είναι νεκρό πράγμα η παράδοση — δεν αξίζει τίποτε. Το επίσημο κράτος, οι ακαδημίες, τα πανεπιστήμια μιλώντας για την παράδοση των αρχαίων δεν εννοούν τίποτε»

Όμως το ότι ο Γιώργος Σεφέρης βλέπει καθαρά και διαισθάνεται είναι κάτι που καθιστά την πραγματικότητα ακόμα πιο οδυνηρή για εκείνον. Μάλιστα, έχει κανείς την αίσθηση ότι ήρθε επιτέλους ο καιρός τα πράγματα να ειπωθούν με το όνομά τους, ενώ προηγουμένως –και όχι μόνο εξαιτίας της δικής του εκ των υστέρων παρέμβασης– εκφράζονταν μέσα από ευφημισμούς και έμμεσες υποδείξεις.

Σε αυτό τον τόμο όλα μοιάζουν να βρίσκουν τη θέση τους, καθώς, χωρίς υπεροψία, αλλά με πικρή συνειδητοποίηση των ορίων και της θέσης του, ο Σεφέρης αφήνει, επιτέλους, πίσω του τον ρόλο του διπλωμάτη και εκφράζεται πιο ελεύθερα. Ενταγμένος σε ένα τέλειο σύστημα κοινωνικών σχέσεων υψηλού επιπέδου, σε ένα ραφιναρισμένο σύμπαν όπου δεν επιτρέπονται οι ψυχικές ρωγμές, μοιάζει να αντιλαμβάνεται τις αντιθέσεις τόσο έντονα όσο ποτέ. Η ζωή του στο Λονδίνο καταλήγει μάλιστα να αφυδατωθεί στο παιχνίδι όλων αυτών των σχημάτων και φτάνει να γίνει μια ατέρμονη κατάσταση, ένα παιχνίδι ρόλων δίχως τέλος (και όχι για λόγους λογοτεχνικούς).

Πρόσωπα πάσης φύσεως παρελαύνουν το ένα μετά το άλλο σαν μια παράξενη κουστωδία, όπως εκείνη που παρακολουθούσαν οι γυναίκες που έπιναν τσάι μιλώντας για τον Μικελάντζελο στο ποίημα του Έλιοτ. Ακόμα και αυτός ο εμβληματικός ποιητής, όμως, μοιάζει να αποκτά στα μάτια του Σεφέρη, στις Μέρες Η΄, μια πιο γήινη διάσταση, ενίοτε γεμάτη αντιφάσεις, αν και η καχυποψία του στο τέλος έχει να κάνει με μια παρεξήγηση, όπως πολύ σωστά εξηγεί η Κρίκου-Davis σε σχετική παραπομπή της: ο Σεφέρης εκδήλωσε προφανώς πικρία από τη χλιαρή υποδοχή εκ μέρους του Τ.Σ. Έλιοτ της αναγγελίας του βραβείου Νόμπελ, αλλά αυτό, όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, οφείλεται στην έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα του Έλιοτ για να προκριθεί τελικά το όνομα του Έλληνα ποιητή στη λίστα των υποψήφιων νικητών. Τα μετρημένα του λόγια, επομένως, είχαν ως στόχο να μην κινήσουν υποψίες, αν και για τον Σεφέρη προέκριναν, για μια ακόμα φορά, την ορθή απόφασή του να εμπιστεύεται σχεδόν αποκλειστικά τους πεθαμένους παρά τους ζωντανούς, όπως έγραφε στο «Πάνω σε έναν ξένο στίχο»: «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν».

«Οι Έλληνες τίποτε: είναι απαθείς, κουβεντιάζουν, κάνουν λογαριασμούς. Ξαφνικά πετάνε μια απίθανη μυθολογία — ίσως τιναγμένη προς τα έξω από αυτά που έχουν στοιβαγμένα στο υποσυνείδητό τους»

Όσο το σκέφτομαι πρέπει να είμαι ένα λάθος στην ελλ. Λογοτεχνία» αναφέρει η λακωνική εγγραφή στον παρόντα τόμο Η΄, τρεις μόλις μέρες μετά τον ερχομό της νέας χρονιάς, του 1962, οπότε είθισται οι άνθρωποι να αποφαίνονται με τρόπο κατηγορηματικό για τα πράγματα ή να λαμβάνουν καίριες αποφάσεις. Η διαφοροποίηση από τον μεγάλο λογοτεχνικό κανόνα είναι, εν προκειμένω, όχι μόνο προφανής αλλά συνειδητή. Ο ποιητής/λογοτέχνης δεν χωράει στη συνολικότερη απαρίθμηση, δεν ομαδοποιείται, δεν κατέρχεται στην κλίμακα των υφιστάμενων κατηγοριών. Από τη μια ο Ηράκλειτος που αποκάλυψε την ορμητική διάσταση του φωτός και του ύδατος, από την άλλη ο κυνηγός της αιώνιας αλήθειας και ομορφιάς Πλάτωνας.

Από τη μια ο μυστικός και παράφορος Ευριπίδης που «είδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίκτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ΄ αγρίμια», από την άλλη ο χθόνιος και επικός Αισχύλος. Οι συμβολικές μορφές που συνοψίζουν τις διαφορετικές πλευρές του Σεφέρη και επανέρχονται διαρκώς στο έργο του δεν τελειώνουν στο ονειροπόλημα παρά αποκτούν ενσαρκωμένη διάσταση σε αυτό που βιώνεται μέσα στη γραφή και στη λογοτεχνία. Και οι Μέρες, ως το πιο απτό συμφιλιωτικό μέρισμα αυτών των διαφορετικών όψεων, απλώνονται σαν ένα παζλ που ενώνει αρμονικά τα πλέον ετερόκλητα κομμάτια.

Εν προκειμένω, μιλάμε για ένα ανοιχτό εργαστήρι, το πιο πρόδηλο, κατά τη γνώμη μας, δείγμα του ελληνικού μοντερνισμού, το οποίο, αποκτώντας τη μορφή του ημερολογίου, καταφέρνει να ενώσει αρμονικά τον αυθορμητισμό των σημειώσεων ως άσκηση γραφής με πιο επεξεργασμένες διαπιστώσεις για τη σημασία και τον σκοπό της τέχνης. Είναι ένα παζλ από σκόρπιες σκέψεις και σχεδιάσματα, πολλές φορές από αυτούσιους ποιητικούς στίχους, σε ένα ανοιχτό και γοητευτικά ετερόκλητο λογοτεχνικά πρόταγμα, το οποίο ωστόσο διατηρεί τη δική του αυταξία. Ακόμα και σε αυτό τον τόμο, στον οποίο δεν έχει μεσολαβήσει η επεξεργασία του συγγραφέα και ό,τι έχουμε το οφείλουμε στην πολύτιμη και σχολαστική επιμέλεια της κ. Κρίκου-Davis, είναι σαφές και ενδεικτικό το παιχνίδι ανάμεσα στο παροντικό και στο αιώνιο, στο βαθυστόχαστο και στο στιγμιαίο.

Στη μέχρι τώρα φιλολογική γραμματεία υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις για τη θέση που έχουν οι Μέρες στο σεφερικό λογοτεχνικό corpus. Είναι γνωστή, για παράδειγμα, η άποψη του Κ.Θ. Δημαρά για την υπεροχή του πεζογραφικού λόγου του Σεφέρη έναντι του ποιητικού, όπως γνωστές είναι και οι θέσεις του Νάσου Βαγενά ότι τα ημερολόγια δεν μπορούν να έχουν σχέση με τη λογοτεχνία, εφόσον σε αυτά «κυριαρχεί μια επιδίωξη ταυτιστική» και μάλλον εξωραϊστική (Νάσος Βαγενάς, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη – Το Ημερολόγιο ως μυθιστόρημα», περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 142). Σε αυτές τις φιλολογικές επισημάνσεις αντιπαρατίθεται η καίρια διαπίστωση ότι το ημερολόγιο του Σεφέρη εκφράζει ένα ιδιοσυστασιακό είδος και συνδιαλέγεται ιδανικά με άλλα ευρωπαϊκά δημιουργήματα, όπως το ημερολόγιο του Σταντάλ, του Κάφκα, της Γουλφ ή, ακόμα περισσότερο, του Αντρέ Ζιντ.

Πολύ ενδιαφέρουσα και ενδεικτική είναι εν προκειμένω η μελέτη της Αλεξάνδρας Σαμουήλ Ο βυθός του καθρέφτη: Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), η οποία μιλάει εκτενώς για τα μοντέρνα στοιχεία ενός νέου είδους (ημερολογιακή μυθοπλασία), το οποίο εκ των πραγμάτων καταργεί τη φιλολογική έριδα για την ειδολογική διάκριση πεζογραφικού και ποιητικού έργου, μυθοπλασίας και ποίησης. Είναι, άλλωστε, προφανές πως ο Σεφέρης λάμβανε σοβαρά υπόψη τις Μέρες σε σχέση με το ποιητικό του έργο και τις προέτασσε ως το βασικό δείγμα του εργαστηρίου του, αποφασίζοντας μάλιστα να εντάξει σε αυτές τα πιο κεντρικά ποιητικά του σχεδιάσματα.

Η διαλογική αυτή σχέση λειτουργούσε ενίοτε και αντίστροφα, καθώς πολλά από τα ποιήματα έχουν ημερολογιακό τίτλο: «Ημερολόγιο Καταστρώματος» ή «Ημερολόγιο ενός ποιήματος». Είναι ενδεικτικό πως το Τετράδιο Γυμνασμάτων περιλαμβάνει τις σημειώσεις για ολόκληρο το επταήμερο, αφού τα ποιήματα εμπνέονται από τις ημέρες της εβδομάδας, όπως αντίστοιχα τα τεκταινόμενα στις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη εμπνέονται, σύμφωνα με τον ίδιο, «από τις ημέρες της εβδομάδας και τα φεγγάρια του ΄28». Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι το «Ημερολόγιο ενός ποιήματος», το οποίο περιλαμβάνεται στον τόμο με την αλληλογραφία με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο (σε επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, από τις εκδόσεις Δόμος).

Στις Μέρες Η΄ τα ποιητικά σχεδιάσματα αφορούν το «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα» που θα περιληφθεί στα Τρία κρυφά ποιήματα, την τελευταία ποιητική συλλογή πριν από τον θάνατό του. Εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές, υπάρχουν τόσο στο ποιητικό όσο και στο ημερολογιακό έργο του Γιώργου Σεφέρη σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο πλην όμως ενιαίο πλαίσιο, καθώς, όπως έλεγε σχεδόν αφοριστικά ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, «υπάρχει μία και μόνο μία ιστορία». Το δημιουργικό διάνυσμα ανάμεσα στην ποιητική εργασία και το ημερολογιακό έργο προσδιορίζει μια αμφίπλευρη διαδικασία και αναδεικνύει μια ενωτική παρά αντιθετική σχέση.

Αντίστοιχα, πάλι, η αέναη μάσκα των μεταμορφώσεων του ημερολογιογράφου, διπλωμάτη και ποιητή δεν φανερώνει ανειλικρίνεια, αφού μέσα από αυτές γεννήθηκαν ο Στράτης Θαλασσινός και ο Μαθιός Πασκάλης. Ενδεχομένως να είναι αυτό το παιχνίδισμα που έσωσε, με διαφορετικούς τρόπους, τον Σεφέρη, όπως αντίστοιχα το ψευδώνυμο ούτις (κανένας) είχε σώσει τη ζωή του Οδυσσέα στην αντιπαράθεσή του με τον Κύκλωπα. Πόρρω απέχει, επομένως, η εναλλαγή των λογοτεχνικών ρόλων από την ανειλικρίνεια ή την αυτολογοκρισία που πολλοί σπεύδουν να αποδώσουν στα δουλεμένα από τον ποιητή ημερολόγια. Οι όποιες επεξεργασίες ή αποσιωπήσεις δεν έγιναν για λόγους εξωραϊσμού ή φτιασιδώματος αλλά από απόλυτο σεβασμό προς το περίοπτο αυτό φιλολογικό είδος. Εκ των πραγμάτων ο ποιητικός διχασμός δεν μπορεί να αφορά την τόσο πολύπλευρη διαμορφωτική δύναμη που χαρακτηρίζει το έργο του Σεφέρη.

Όπως τονίζει εύστοχα και η κ. Κρίκου-Davis τόσο στα προλεγόμενά της στη συγκεκριμένη έκδοση όσο και σε άλλα σημεία του έργου της: «Ο περίφημος "διχασμός του Σεφέρη" αν όχι ιδεολόγημα, είναι, πάντως, κάτι πολύ σχετικό». Η διαρκής αγωνία του, όπως αποκαλύπτουν ταυτόχρονα οι εγγραφές, τα σχόλια και οι ποιητικοί του στίχοι, είναι η αναμέτρηση με το κενό και τη βαθιά αλήθεια του, την οποία αναζητά όχι ως επιδιωκόμενη έμπνευση αλλά ως υπαρξιακή ταυτότητα. Γι΄ αυτό και από τις Μέρες Η΄ απουσιάζουν οι παραπομπές στην εξωτερική του εικόνα ή στην εφήμερη διασημότητα την οποία του χάρισε ο ντόρος, πριν και μετά, γύρω από το βραβείο Νόμπελ. «Κατά βάθος νομίζω ότι 2 σωστές γραμμές θα μπορούσαν να εξαγοράσουν καλύτερα τη ζωή μου από οποιαδήποτε δημόσια επιτυχία» γράφει ο Σεφέρης στον παρόντα τόμο με την ακρίβεια ενός στοχαστή ο οποίος απεχθανόταν όσο κανείς την ευκολία της εξομολόγησης, πόσο μάλλον της συγκίνησης.

Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι η λογική των Ημερολογίων δεν είναι εξομολογητική και το de profundis στοιχείο τιθασεύεται από το συμβολικό βάρος και βάθος του εκάστοτε αφορισμού (στις Μέρες Η΄ έχει κανείς την αίσθηση ότι ο λόγος γίνεται ακόμα πιο αφοριστικός). Ακόμα και σε περιπτώσεις που τα προσωπικά του δεν αποκρύπτονται, καθώς τα όρια μεταξύ κρυφού και φανερού είναι κάπως δυσδιάκριτα στο ανοιχτό εργαστήρι που αποτελούν οι Μέρες, αυτό δεν συμβαίνει για να δείξει ο συγγραφέας τους την ευάλωτη κατάστασή του. Τα περιστατικά καταγράφονται περισσότερο συγκριτικά με την υφιστάμενη πνευματική και ψυχική συνθήκη που προκάλεσε άλλοτε αδιέξοδα και άλλοτε δημιουργήματα.

Συχνά-πυκνά, για παράδειγμα, ο Σεφέρης αναφέρεται στις κρίσεις που έχει με τα νεύρα του, εκτός από την εγχείρηση στον προστάτη, αλλά και στη δύσκολη περίοδο της συμβίωσης στο Λονδίνο με τη Μαρώ, προφανώς εξαιτίας της εμφάνισης κάποιου τρίτου προσώπου. Στη βιογραφία του με τίτλο Περιμένοντας τον Άγγελο (Ωκεανίδα) ο Ρόντρικ Μπίτον κάνει σαφή αναφορά στη γραμματέα που είχε γοητεύσει τον διπλωμάτη την περίοδο εκείνη, ενώ η κ. Κρίκου-Davis, μάλλον από διακριτικότητα, αρκείται στο να αναφέρει ότι το κρυπτικό όνομα στην εν λόγω εγγραφή προφανώς παραπέμπει σε αυτήν ακριβώς την περίπτωση.

Ωστόσο, το κλίμα βελτιώνεται όταν το ζεύγος επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου ετοιμάζουν πια το νέο τους σπίτι, την αιγαιοπελαγίτικη μονοκατοικία στην Άγρας 20, επιβεβαιώνοντας αυτή την τόσο έντονη αναλογία μεταξύ ψυχικού κόσμου και εξωτερικής πραγματικότητας, καθώς κανένα κτίριο και κανένας ουρανοξύστης δεν μπορεί, στα μάτια του Σεφέρη, να γνωρίσει «τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά». Αντίθετα, τα μουχλιασμένα από την υγρασία σπίτια στο Λονδίνο τού θυμίζουν, όπως γράφει στις Μέρες Η΄, πως ζει «μέσα σε roquefort σα σκουλήκι τυριού».

Όπως τονίζει και η επιμελήτρια στην υποσημείωση 192: «Δείγμα της ευφορίας που του προκάλεσε η ανανέωση της επαφής του με το ελληνικό τοπίο, την παράδοση και κάποιους απλούς ανθρώπους –"χειροποίητους", όπως τους περιγράφει (βλ. εγγραφή 11.10.63.)– είναι η σύνθεση μιας σειράς "σκαμπρότζικων", όμως δεξιοτεχνικών στιχουργημάτων που τελικά περιλήφθησαν στον παραπάνω τόμο: βλ. "Διπλές μαντινάδες για μαχαίρια", "Μαντινάδες", "Αρετούσα και Ρωτόκριτος", "οπ.π.σσ. 30-47"». 

Η αλαφράδα που δημιουργούν στον Σεφέρη αυτές οι συνάφειες δεν προκύπτει, ωστόσο, ως ειρωνεία, όπως ενίοτε συμβαίνει με τον συνομιλητή του Έλιοτ, αλλά ως σεβάσμια κίνηση αναγνώρισης μιας ένδοξης λαϊκότητας που έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Πάντα στο ασυνείδητο του νομπελίστα λογοτέχνη κατοικούσαν οι χωρικοί και ο Μακρυγιάννης, ο όμορφος αυτός εσμός από απλούς ανθρώπους που έδεσαν την ποίηση και τη γλώσσα του –βλ. αγάπη στη δημοτική– με αιώνιους δεσμούς.

Στον αντίποδα αυτού του κλίματος καταγράφεται η συναναστροφή του με τους ψεύτικους και μάλλον κυνικούς εκπροσώπους της καλής κοινωνίας και είναι χαρακτηριστική, και άκρως λογοτεχνική, η σχετική περιγραφή της δεξίωσης όπου έτυχε να συναντήσει, μετά από καιρό, τον Τ.Σ. Έλιοτ (το απόσπασμα είναι από τις Μέρες Η΄):

«H.M. Garden Party. Είχα να πάω δυο χρόνια. Όμορφο απόγευμα. Πράσινο χορτάρι φρέσκο και τα φύλλα των δέντρων το ίδιο από τις τελευταίες βροχές. Εκτός απ΄ αυτό έχουν κάτι από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ ή από τη Δευτέρα Παρουσία τούτες οι συγκεντρώσεις — γέροι, πολλοί γέροι, αλλοτινοί στυλοβάτες της αυτοκρατορίας, όπου η πονηριά έχει μονιμοποιηθεί γύρω στο στόμα και στα μάτια — καροτσάκια ανάπηρων, γριές — κάθε λογής φορέματα τώρα που η κοινοπολιτεία έχει ξεγεννήσει τόσες ανεξαρτησίε — ακόμη κι ένας με γκρίζο καπέλο κάου-μπόη με φτερουδάκια μπηγμένα στην κορδέλα — νέγροι και χρωματιστοί με ντόπιες φορεσιές και σαντάλια, κάποτε ωραίες φυσιογνωμίες άντρες και γυναίκες ή καλοί κεφαλόδεσμοι. Μαζί μ΄ όλα τούτα η πατροπαράδοτη ζακέτα, το γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα, το γκρίζο καπέλο του Άσκοτ, καπέλα και γάντια στο χέρι — ανάμεσα σ΄ αυτούς ξαφνικά ο Έλιοτ με τη γυναίκα του φρέσκος από τη Τζαμάικα, πραγματικά ξανανιωμένος και η γυναίκα του ίσως παχύτερη. —Πόσο χαίρομαι, του είπα, που ξεκουραστήκατε. —Το πνεύμα κοιμάται, είπε, σε τέτοιες περιστάσεις. —Μόνο που βαρέθηκα στο τέλος, είπε είχα ανάγκη για κάτι πιο ζωντανό. Έκανε κολύμπι — η θάλασσα είχε 70 Φαρενχάιτ. Η γυναίκα του έχει ένα βραχιόλι όπου έχει κρεμάσει από σμάλτο μικροσκοπικές απομιμήσεις των βιβλίων [του]. —Αυξήθηκαν τούτα; της είπα. —Όχι — φαντάζομαι τώρα θα αυξηθούν».

Καμία κουβέντα, πάντως, ή λογοτεχνική συνάντηση δεν έχει σημασία αν δεν έχει στο επίκεντρο όχι την κοινωνική καταξίωση ή συνάφεια αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, αφού είναι προφανές ότι, παρά τις δυσκολίες και την αγανάκτηση, ο Σεφέρης δεν χάνει ποτέ τον ανθρωπισμό του: «Σε κάθε σταυροδρόμι μια Σφίγγα μας θέτει ρωτήματα — μια Σχιστή οδός — και φοβούμαστε μήπως η απάντησή μας βάλει μπρος την τραγωδία του Λαυδακίδη Οιδίποδα, δεν ξέρουμε τι λόγο να βάλουμε στη θέση της απάντησης εκείνης: ο άνθρωπος». Όλα επιστρέφουν σ΄ εκείνο το τρίστρατο, όπου ο τραγικός ήρωας πρωταντίκρισε την ανθρώπινη μοίρα του και άπαντες καταφθάνουν από τους μακρινούς γαλαξίες και το Διάστημα –ιδού η διαρκής αναφορά στον Γκαγκάριν– για να θέσουν το ίδιο πάντα πανανθρώπινο ερώτημα. Υπάρχει μια αμετάβλητη ενότητα στον τρόπο που τίθενται τα ερωτήματα από την αρχαία έως τη σύγχρονη, αποσταθεροποιημένη Ελλάδα και ο Σεφέρης εντοπίζει τις ίδιες αντιδράσεις ως κομμάτια μιας πραγματικότητας που ήταν πάντοτε εκεί: «Οι Έλληνες τίποτε: είναι απαθείς, κουβεντιάζουν, κάνουν λογαριασμούς. Ξαφνικά πετάνε μια απίθανη μυθολογία — ίσως τιναγμένη προς τα έξω από αυτά που έχουν στοιβαγμένα στο υποσυνείδητό τους». Και ο ίδιος γνωρίζει πως, όταν γράφει, χαρίζει τα δώρα του στον αιώνα ως παντοτινή παρακαταθήκη αλλά και ως ένα διαρκές, ανοιχτό ερώτημα που δεν έπαψε ποτέ να τίθεται με ανάλογο τρόπο. Αυτή είναι γι΄ αυτόν, άλλωστε, η επαφή με την άγραφη πολιτιστική και πνευματική περιουσία του τόπου του: «Παράδοση δε θα πει μίμηση, θα πει δημιουργία. Αν είναι μίμηση είναι νεκρό πράγμα η παράδοση — δεν αξίζει τίποτε. Το επίσημο κράτος, οι ακαδημίες, τα πανεπιστήμια μιλώντας για την παράδοση των αρχαίων δεν εννοούν τίποτε» γράφει με πικρία στις Μέρες Η΄.

Η Ελλάδα τον πονάει, η Ελλάδα τον διώχνει αλλά και τον ξανακαλεί, η Ελλάδα τον κάνει να επιμένει σε αυτό τον ηδυσμένο λόγο που η ίδια έχει τόσο ανάγκη. Τα λόγια του στην ανεπίδοτη επιστολή προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο που παρατίθεται στη συγκεκριμένη έκδοση ως επίμετρο είναι ενδεικτικά και άκρως αποκαλυπτικά γι΄ αυτό που ζούμε σήμερα: «Χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια: χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού κι έχουμε όλο και τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντας το πετσί του λύκου. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέμαι, μη δε θα ΄ταν καλύτερο να οικονομάμε τις σαΐτες μας εναντίον στη λογοτεχνία, όπως την παρασταίνεις, για να τις έχουμε διαθέσιμες για εκείνα τα χάλια μας; Έπειτα, στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί αυτοί οι αιρετικοί της λογοτεχνίας να τύχει και να ρίξουν καμιά φορά ένα λόγο σπερματικό, χρήσιμο για τα ανώτατα του πνεύματος. Ενώ αλλιώς υπνοβασία και αυτοματισμός».

Συμπέρασμα; Τα οδοφάναρα της γοργόνας του Τζον Κράξτον και το ρόπτρο σε σχήμα δελφινιού τα οποία κοσμούν ακόμα και σήμερα την είσοδο της οικείας Σεφέρη δεν είναι απλοί οδοδείκτες του ατελεύτητου ιωνικού σύμπαντος αλλά και οδηγοί του ποιητή προς μια βαθιά ριζωμένη πραγματικότητα: η Ελλάδα είναι ό,τι ονειρεύτηκε, ό,τι τον πλήγωσε και ό,τι ακόμα μπορεί να μας δώσει μέσα από τα ποιήματα, τα Ημερολόγια, τη ζωή και το έργο του. Ας μην το ξεχνάμε: ένα από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της περιουσίας μας είναι (και) ο Γιώργος Σεφέρης.

Τίνα Μανδηλαρά, πηγή: www.lifo.gr


Οδός Εμπόρων